Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


ΟΙΔΙΠΟΥΣ Κι αυτός ποιος είναι και τι λέγει τάχα; ΙΟΚΑΣΤΗ Κορίνθιος, και τον θάνατον του Πόλυβου ήλθε, του βασιλέως και του πατρός σου, ν’ αναγγείλη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλήθεια, ξένε; Λέγε, τι μαντάτα φέρνεις; ΑΓΓΕΛΟΣ Αν τούτο ν’ αναγγείλω, άναξ, πρώτα θέλης, γνώριζε πως ο Πόλυβος έχει αποθάνει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πώς; μη τον δολοφόνησαν; Ή απ’ αρρώστεια; ΑΓΓΕΛΟΣ Σε μια κλωστούλα κρέμεται η ζωή του γέρου.

Οι Τούρκοι! ξεφωνίζει ο Φώτης. Μετά το Μανώλη, κι άλλοι με τα ίδια τα μαντάτα, ύστερ' άλλοι, ώσπου γέμισε το Καπελιό δουλευτάδες, αφεντάδες, γέρους, παιδιάως και γυναίκες και κορίτσια κατέβηκαν. Βούηζε πάλε σε μισή στιγμή το χωριό. Στερνοί στερνοί κατεβήκανε κι ο Μιχάλης με το Δημήτρη. — Ξέρει ο Γιάνης; ρωτάει ο Δημήτρης τον άνθρωπό του. Τρέξε να του τα πης.

Μα εκεί π' αφτά τ' ανάδεβε μες στης καρδιάς τα βάθια, 15 να! δάκρια χύνοντας θερμά του γέρου ο γιος Νεστόρου προβάλλει ομπρός του κι' έφερνε τα θλιβερά μαντάτα «Ωχού γιε τ' άρχοντα Πηλιά, ω τι είδηση θ' ακούσεις, φαρμάκι, που έτσι ας είτανε ποτές να μη θε τύχει! Έπεσε ο Πάτροκλος ... γυμνό να σώσουν πολεμάνε 20 το σώμα· τ' άρματα έμειναν στου Έχτορα τα χέρια

Έπειτα τρέχει στου Διός με τα μαντάτα πάλι 120 'Πατέρα αστραποκέραβνε, του Κρόνου γιε, 'να λόγο θα σου μιλήσω.

Ό, τι σπέρνει κανείς θερίζει.» «Νοέμι, γιατί μιλάς έτσι; Σαν να τρελάθηκες, εδώ και κάμποσο καιρό! Δεν σκέφτεσαι πια λογικά. Γιατί λες πως σε κοροϊδεύει, αφού έστειλε μαντάτα πως σ’ αγαπά;» «Ένα υπηρέτη έστειλε να μου το πει!» Η ντόνα Έστερ κοίταξε τον Έφις, αλλά ο Έφις σιωπούσε με κατεβασμένο το κεφάλι, όπως έκανε κάποτε, όταν οι αδελφές φιλονικούσαν.

Καθώς κατέβαινε, λέει, στο γιαλό, ασπροντυμένη, την πήρε για νεράιδα και σκιάχτηκε. Δεν περπατούσε, λέει. Του φάνηκε πως περνούσε σιγαλά απάνω στον αέρα, σα φάντασμα. Και την άφησε και πνίγηκε για το σπολλάτη, για τα καλά που είδε. Να όψεται. Είχαν όλοι κατεβασμένα τα μούτρα. Τέτοια συφορά είχε καιρό νακουστή στο νησί. — Η δουλειά σου σένα δεν ήτανε να φέρης τα μαντάτα, είπε ο παπάς.

Το ψιμμύθιον ελέγετο Σουλουμάς· βλ. και τους γνωστούς παροιμιώδεις στίχους: -Ίντα μαντάτα από τη Χιώ; -Κουντουρίδι περισσό. Σουλουμάς με το καντάρι, -Αμέ σιτάρι; -Ο τόπος δεν το ζάρει. Πράγματι η κορασίς είχε πέση εις χείρας Σμυρναίου Τούρκου, όστις διαγνώσας την μέλλουσαν αυτής έκτακτον καλλονήν, την προώρισε διά το χαρέμιόν του, προς το παρόν δε την έστειλεν εις έν υποστατικόν του.

Εάν έκυπτες και παρετήρεις υπό την κατσούλαν της κάπας του, θα έβλεπες κάτωχρον το πρόσωπον του Κομποδήμου το άγριον. — Βρε, παιδιά, λέγει, κακά μαντάτα! Να, άλλα πατήματα δεν βλέπω. Να, κ'ττάξ 'τε και σεις. Τωόντι άλλα ίχνη επί της χιόνος δεν υπήρχον, εκτός ολίγων τινών ακόμη, και παραπέρα ηπλούτο η χιών σιωπηλή, άθικτος.

Ο Μαθιός έβαλε μια δυνατώτερη φωνή, καμπανίζοντας τα λόγια του έναένα, σταράτα, σαν ντελάλης: — Εγώ ψεύτης! Σύρτε στο γιαλό να μάθετε τα μαντάτα. Ο Μιχαληός ο Καλόγνωμος εδώ είνε. Ό,τι έφτασε από την Αουστράλια. Σύρτε να μάθετε τα μαντάτα. Τα λόγια του Μαθιού έπεσαν σαν αστροπελέκι από τον ουρανό. Όλοι βουβάθηκαν. Και ύστερα τίποτε.

Μα κι' έτσι δεν αστόχησε τα λόγια του Μενέλα, Μον τρέχει ομπρός, και τ' άρματα σ' ένα συντρόφι αφήκε, στα Λαοδόκο, που κοντά του γύρναε τα γοργά άτια. Έτσι, λεβέντη Αντίλοχε, στα δάκρια βουτημένο 700 μακριά οχ τη βράση και σφαγή σε πάγαιναν τα πόδια να δώσεις στου Πηλιά το γιο τα θλιβερά μαντάτα.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν