Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Καθώς είχομεν φθάσει εκεί, την χρονιάν εκείνην, με είχε κυριεύσει ζωηρότερον η εντύπωσις η μαγική της δρυός. Διηρχόμεθα εκάστοτε ουχί μακράν του δένδρου, απέχοντος ημισείας ώρας οδόν από το Μέγα Μανδρί.
Οι άνθρωποι εκείνοι αν με συνήντων, μεμονωμένον, μακράν των γονέων μου, πορευόμενον άγνωστόν που, θα επαραξενεύοντο, και αν δεν μ' έπειθον να κατέλθω μετ' αυτών ευθύς οπίσω, εξ άπαντος θα με κατήγγελλον κάτω εις το Μέγα Μανδρί. Ήμην ένδεκα ετών παιδί. Εκείνοι ταχέως αντιπαρήλθον, κ' εγώ ανέλαβα του δρόμον μου, αλλά μετ' ολίγον τον έχασα.
Πληρώνουν ευθύς τα χρέη των, θεραπεύουν τας πρώτας ανάγκας των και μένουν πάλιν όπως και πριν, με την αγκλίτσαν εις την χείρα, την γυναίκα και τα παιδία εις την καλύβην και ολίγα πρόβατα, τον σπόρον μελλούσης εσοδείας εις το μανδρί. — Γυρεύω να βγάλω από τη μύγα σπλήνα· εσκέφθη εν αποθαρρύνσει. Και δεν είπε τίποτε. Ήδη είχεν έλθει η Μεγάλη Εβδομάς.
Επόθουν, αλλ' η συνοδεία των οικείων μου, μεθ' ων ετέλουν τας εκδρομάς εκείνας ανά τα όρη, δεν θα ήθελε να μου το επιτρέψη. Και μίαν χρονιάν, ήτο κατά τας εορτάς του σωτηρίου έτους 180 . . . . καθώς είχομεν διέλθει πλησίον του δένδρου, εφθάσαμεν εις το Μέγα Μανδρί· — ήτο δε το Μέγα Μανδρί μικρός συνοικισμός, θερινόν σκήνωμα των βοσκών του τόπου. Εκατοίκουν εκεί επτά ή οκτώ οικογένειαι αγροτών.
Ήρχετο από το καλύβι κ' επήγαινεν εις το μανδρί του. Υψηλός, μελαψός, ισχνός, ευρύστερνος, την κόμην και το γένειον με χρώμα αχύρου καψαλισμένου, κρατών την ράβδον του την κυρτήν, υψηλήν ίσα με το μπόι του, εστάθη ενώπιον της Φραγκογιαννούς. Ο άνθρωπος εφαίνετο να ευρίσκεται εις μεγάλην θλίψιν και αδημονίαν.
Τρέχει η γρηά με λαχτάραν να συνάξη τα κατσίκια και της κατσίκες εις το μανδρί, η χάλαζα την μαστίζει κατά πρόσωπον, ο άνεμος της εμποδίζει τας κινήσεις και τότε πλήρης αγανακτήσεως, φωνάζει με όλην της την καρδιά: — 'Σ την πομπή σου, γέρω-Μάρτη· τα κατσικάκια μου τ' ανάστησα! δε σ' έχω ανάγκη. — 'Σ την πομπή μου! ακούς 'ς την πομπή μου! εμένα 'ς την πομπή μου, παληόγρηα;. . .
— Καμμιά ζημιά θ' άχουμε πάλι, γυναίκα, είπεν ο Μπάρμπα-Σταύρος κρυφίως εις την σύζυγόν του. Και είτα στραφείς προς τον κολλήγαν ηρώτησε. — Τι έχ'ς εδώ μέσα, μωρέ κολλήγα; Καμμιά γάτα αγόρασες για το μανδρί; Δεν έλεγες, καϋμένε, να σου δώση ένα από τα παιδάκια της η Κρατήρα; Κύτταξέ τα θρεμμένα που είνε. Σαν καλογερικά!
Ότε δε ο Απρίλης ήλθε και αποκατέστη η γαλήνη της φύσεως, η καλύβα και το μανδρί της γρηάς είχον καταπλακωθή υπό παχύτατον στρώμα χαλάζης, επί του οποίου μύρια πολύχροα πρίσματα εσχημάτιζον αι ακτίνες του ηλίου. . . Ο Μάρτης ότε είδε τελειωμένην την εκδίκησίν του, περιχαρής και θριαμβεύων εισήλθεν εις το σπήλαιον. — Έλα, γέροντά μου· δος μου της 'μέρες μου 'πίσω' είπεν ο Φλεβάρης μειδιών.
Πώκαμαν το Γώγο παπά, πούξερε το «πάτερ ημών» μοναχά όλο όλο, που λειτούργαε για εκκλησιά στο μανδρί μέσα, και μοίραζε για μεταλαβιά ξυνόγαλο στην κολοκύθα. Που δεν ήξεραν πότε πέφτ' η Λαμπρή και λογάριαζαν με χαράκια στες γκλίτσες και με γιδοκακαράντζες για να το βρουν.
Αλλά τώρα ο συλλογισμός της διετυπούτο καθαρά. «Πού άλλου θα είμαι πλέον ασφαλής, για την ώρα, παρά εδώ; Οι ταχτικοί ποτέ δεν θα πιστεύσουν ότι ξαναήλθα πάλιν προς το ίδιο μέρος, που με είχαν ευρή χθες, και μ' εκυνήγησαν. Ο Γιάννης κοιμάται στο μανδρί του. Στο καλύβι θάναι η λεχώνα, κ' η γρηά. Την νύκτα χθες, από τον σαστισμό κι' από τη βία μου, ξέχασα εκεί το καλαθάκι μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν