Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


«Εδώ γιατί 'λθες, αδελφή; ποσώς δεν σ' είδ' ως τώρα 810 να 'ρχεσαι, γιατί κατοικείς μακρυ' απ' εμένα, πέρα. την λύπη παραγγέλλεις με ν' αφήσω και τους πόνους, οπού μου θλίβουν την ψυχή, τα σπλάχνα μου ταράζουν, 'π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα λεοντόκαρδον και μέγανόλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, 815 'που εις την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε. και τώρα πάλι μου 'φυγε τ' αγαπητό παιδί μουτο πλοίο, κ' είναι αμάθητοτην πράξι καιτους λόγους• για τούτον εγ' οδύρομαι πολύ παρά για κείνον, για τούτον όλη τρέμω εγώ, φοβούμαι μη μου πάθη, 820 ή 'ς τους λαούς, 'που πέρασεν, ή μέσατα πελάγη• ότ' είν' εχθροί κακόβουλοι πολλοί, 'που μηχανώνται να τον φονεύσουν, πριν ελθή οπίσωτην πατρίδα».

Έρχονται κ' οι πατριώτες και μας λένε ένας το μακρύ του κι' άλλος το κοντό του. Άλλος μας λέει πως πέθανε κι' άλλος πως παντρεύτηκε κι' άλλος μας λέει πως τον είδε με τα μάτια του και πως μπαρκάρησε για την πατρίδα.

Είχε μια σειρά κοραλλιών γύρω από τον μακρύ, κιτρινωπό και ρυτιδιασμένο λαιμό της. Δυο χρυσά σκουλαρίκια κρέμονταν στ’ αυτιά της σαν λαμπερές σταγόνες που δεν έλεγαν να πέσουν. Έμοιαζε να έχει ξεχάσει, γερνώντας, να βγάλει από πάνω της τα κοσμήματα αυτά της νιότης της. «Η Παναγιά μαζί σου θεια-Ποτόι. Πώς τα περνάτε; Το αγόρι έμεινε εκεί πάνω, αλλά απόψε θα γυρίσει

Κρύψου, Τύχη, αισχρή γυναίκα! και, Θεοί, σεις όλοι αντάμα πάρτε αυτής την εξουσίαν, και τ' αδράχτια του τροχού της σπάστε ομού και το στεφάνι, και από τ' ουρανού την άκρην τ' ολοστρόγγυλο φανάρι εις τα Τάρταρα κυλήστε κει 'πού κλειούνται οι κολασμένοι. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Τούτο είναι πολύ μακρύ.

Ο Μιχαληός ο Μακαράς κούνησε το κεφάλι του. — Τρομάρα να τούρθη! Είνε και κουνιάδος μου. Δεν τον έπαιρνε καλύτερα ο Θεός να ησυχάση! είπε σιγαλά μέσα στα δόντια του. Κάτω στο μώλο, μέσα στο σούρουποείχε πάρει πια να βραδυάσηφάνηκε ο Αγγελής, με το μακρύ του καπότο, τον κούκο κατεβασμένον ως τα μάτια, δρασκελίζοντας παράξενα το ίσωμα, σαν να πηδούσε λιθάρια.

Πώς σε λυπούμαι, ω θεά!. . . σε τούτον τον αιώνα μου φαίνεσαι 'στην πίστι μου σαν την &κυρά Δασκάλα&, κι' όταν σε βλέπω κάποτε 'ψηλά εις την κολώνα, δεν ξέρω πώς μου έρχεται να πάρω μία σκάλα, ν' ανέβω εις το ύψος σου και να σε κατεβάσω, και το μακρύ κοντάρι σου απάνω σου να σπάσω.

Ο Έφις την κοίταξε μια στιγμή ικετευτικά. «Ο ντον Πρέντου θέλει ν’ αστειευθεί.» «Κακό σημάδι. Όταν αυτός θέλει ν’ αστειευθεί, κάποιοι θα κλάψουν», είπε η γυναίκα, αψηφώντας το βλέμμα του αφεντικού της και πίσω της χαμογελούσε, χλωμή και αινιγματική, με το μακρύ της στόμα κλειστό και με δυο λακκάκια στις άκρες, η Πατσάνα, η άλλη υπηρέτρια. «Λέω να παντρευτείς τον Έφις, Στεφάνα.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν