Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Είπε, κ' εγώ του απάντησα• «Πηλείδη Αχιλλέα, των Αχαιών υπέρτατε, 'ς τον Τειρεσίαν ήλθα γνώμην να ειπή πώς θα 'φθανα 'ς την πετρωτήν Ιθάκη, τι 'ς άκραν γης Αχαϊκής δεν έχω φθάσει ακόμα, 480 και δέρνομαι ακατάπαυτα μακράν απ' την πατρίδα• αλλά, Πηλείδη, ωσάν εσέ μακάριος δεν ευρέθη ως τώρα κανείς άνθρωπος, ή θα ευρεθή κατόπι. σε ζωντανόν ωσάν θεόν δοξάζαμεν οι Αργείοι, και τώρα πάλι 'ς τους νεκρούς πολύς και μέγας είσαι• 485 όθεν ποσώς μη θλίβεσαι 'που απέθανες, Πηλείδη».
Τότε η θεά τ' απήντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων, 45 'ς τον όλεθρο, 'που του 'πρεπε, καλά 'πεσεν εκείνος• όμοια κάθ' άλλος ας χαθή, 'που τέτοια πάλιν πράξη. αλλά μου σχίζει την καρδιάν ο άμοιρος Οδυσσέας, οπού καιρούς κακοπαθεί μακράν των ποθητών του, μέσα εις νησί περίβρεκτο, 'ς τ' αφάλι της θαλάσσης, 50 χλωρό νησί, και αυτού θεά την κατοικιά της έχει, η κόρη του κακόγνωμου Άτλαντα, οπού τα βάθη γνωρίζει όλης της θάλασσας, και αυτός φυλά τους στύλους τους μακρυνούς, οπ' ουρανό και γην αποχωρίζουν. εκείνου η κόρη αυτόν κρατεί τον δύστυχο, 'που κλαίει, 55 και πάντα με γλυκόλογα πασχίζει να του σβήση τον πόνο της Ιθάκης του• και αρκούσε τ' Οδυσσέα να ίδη οπού σηκόνεται καπνός από την γη του, και ν' αποθάνη επιθυμεί• ουδ' η καρδιά σου, Ολύμπιε, μαλάζεται• και με θυσιαίς δεν σ' έχει αυτός τιμήσει, 60 'ς την Τροία την ευρύχωρη, 'ς τα πλοία των Αργείων; ώ Δία, πώς εμίσησες τόσο τον Οδυσσέα;»
— Ποίον Δερμίνην; — Τον θαλαμηπόλον του καρδιναλίου. — Ενθυμούμαι. — Λοιπόν αυτή η Βεάτη μου παρήγγειλε να της κάμω ένα κλειδί. — Και μου έστειλε τον τύπον. — Εννοώ. — Λοιπόν το κλειδί είνε αυτό. — Καλά. — Και της υποσχέθηκα να της το φέρω αύριον. — Λοιπόν; — Λοιπόν, επειδή αύριον έχω εργασίαν, δεν έχω καιρόν να της το φέρω, και είνε αρκετά μακράν. Ο Σκούντας εφαίνετο σύννους.
Ο ίδιος, ανήρ μεσήλιξ, βραχύς το σώμα, με αδρόν μύστακα, διηγείτο τα εξής: Προ δύο ημερών ήτο προσορμισμένος εις την Δάφνην, τον μεσημβρινόν όρμον του Αγίου Όρους, αλλ' ο βορηάς τον εξούριασε, αι αλυσίδες των αγκυρών του εκόπησαν υπό της βίας του ανέμου, και παρεσύρθη διά μιας δέκα μίλια μακράν.
Εκ τούτων ο μεν ήτο ο υιός του εξάρχου, ο δε άλλος ήτο Νικήτας ο υιός του Γρηγορά, υποστρατήγου και συγγενούς του Ηρακλείου. Ο δε Νικήτας διά ξηράς, επί κεφαλής στρατού πεζού, επορεύετο την μακράν οδόν από της Καρχηδόνος μέχρι της Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Ιησούς έλαβε τον άνθρωπον από της χειρός, τον ωδήγησεν έξω της πολίχνης, ενέπτυσεν εις τους οφθαλμούς αυτού, και είτα, επιθείς επ' αυτών την χείρα, τον ηρώτησεν αν έβλεπεν. Ο άνθρωπος προσέβλεψεν εις τους ανθρώπους, μακράν, και ατελώς ακόμη ιατρευμένος είπε: Βλέπω τους ανθρώπους ως δένδρα περιπατούντα. Μόνον δε αφού ο Ιησούς επέθηκε δευτέραν φοράν την χείρα επί των οφθαλμών του, είδε καθαρώς.
Είχε καθίσει όχι πολύ παράμερα απ' αυτής, τόσον πλησίον της, ώστε να μη δύναται ανέτως να την κυττάζη, και τόσον μακράν της, ώστε να μη φθάνη να αισθανθή του θερμού χρωτός και της αναπνοής της την γειτνίασιν. Και όμως επεθύμει να την βλέπη εωσότου εζαλίσθη να κυττάζη πλέον τα κύματα.
Κατ' οίκον υποφέρει μαρτύρια, διότι αδυνατεί να λησμονήση· υπήρχαν δε στιγμαί καθ' ας επόθει να εξαφανίση, να πετάξη μακράν παν αντικείμενον, κάθε πράγμα ενθυμίζον εις αυτόν την γυναίκα εκείνην, την οποίαν είχε συνειθίση να θεωρή απαραίτητον εις την ευδαιμονίαν του, εις αυτήν του την ύπαρξιν. Εκάστοτε όμως αναχαιτίζετο και τα μισητά και προσφιλή συγχρόνως αντικείμενα έμεναν εις την θέσιν των.
Και κατ' αρχάς μεν δεν ωμίλουν ειμή ολίγοι μεταξύ των και κρυφίως· αλλ' όταν ο Φρύνιχος, κατά την επιστροφήν του εκ της εις την Λακεδαίμονα πρεσβείας, επληγώθη δι' ενέδρας υφ' ενός των περιπόλων εν πληθούση αγορά και εξέπνευσε παραχρήμα, ολίγα βήματα μακράν του βουλευτηρίου· ότε μετά την απόδρασιν του δολοφόνου ο συνεργός, ο οποίος ήτο Αργείος, συλληφθείς και βασανισθείς κατά διαταγήν των τετρακοσίων, δεν ωνόμασε κανένα συμβουλεύσαντα το έγκλημα, αλλ' είπεν ότι ουδέν άλλο εγνώριζεν, ειμή ότι πολλοί άνθρωποι συνηθροίζοντο εις την κατοικίαν του περιπολάρχου, και εις άλλας οικίας, τότε ο Θηραμένης, ο Αριστοκράτης και όσοι άλλοι εκ των τετρακοσίων και εκ των έξωθεν ήσαν ομογνώμονες, βλέποντες ότι εκ της υποθέσεως ταύτης δεν προέκυψε τίποτε δυσάρεστον δι' αυτούς, επροχώρησαν θρασύτερον προς τον σκοπόν.
Όχι μακράν από εδώ, εις το καντόνιον Βαλαί, έλεγεν ο Ρούντυ, ήτο φωλεά αετού τεχνικωτάτη, κτισμένη κάτω από ένα υψηλόν προεξέχον χείλος βράχου· εκεί επάνω μέσα εις τη φωλιά ευρίσκετο μικρός αετιδεύς, αλλά αυτόν δεν ήτο δυνατόν να τον πάρη κανείς από εκεί μέσα!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν