Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025
Πονούσε σαν τη μάννα για το παιδί της, όταν έβλεπε πληγή στην πατρίδα του. Τούρκο έβλεπε και φουρκίζουνταν, αυτός που γεννήθηκε στα βάθια της τουρκομίλητης Ρωμιοσύνης. Α δεν είτανε φαμελίτης στην Πόλη, δίχως άλλο θα τον είχε τότες, η Κρήτη, που την πλημμύριζε η φωτιά και το αίμα.
Πιος άλλος, πες, κι' απ' τους στερνούς θα δει καλό από σένα αν οχ τη μάβρη συφορά τους Αχαιούς δε βγάλεις; Άσπλαχνε, η Θέτη μάννα σου, πατέρας σου ο Πηλέας δεν είναι· εσένα θάλασσα σε γέννησε αφρισμένη και γκρεμοβράχια, τι θεριού καρδιά 'χεις μες στα στήθια. 35 Μα αν ίσως σου δειλιάει καμιά το νου σου προφητεία πούχε απ' το Δία ακούσει πριν η σεβαστή σου η μάννα, μα άφισε καν να σύρω εγώ, μαζί μου ας βγουν και τάλλα τα παλικάρια μήπως δει μια στάλα φως τ' ασκέρι . Και δάνεισε μου τ' άρματα, σα βγω, τ' αστραφτερά σου, 40 ίσως ότι είμαι τάχα εσύ νομίζοντας με οι Τρώες σταθούν, κι' έτσι ανασάνουνε οι παινεμένοι Αργίτες πούλιωσαν πια· τι λιγοστή απ' τη σφαγή είναι ανάσα.
Τριμμούδης ονομάζομαι, και μ' έκαμεν η μοίρα Να είμαι μονάκριβος υγιός και Βασιλιάδων κλήρα. 80 Του Ψωμοφάγου Βασιλιά, που τα ποντίκα ορίζει, Για διάδοχο στο θρόνο του ο νόμος με διορίζει. Και η μάννα, που με γέννησε, λογέται η Αμπαρούλα, Του Ξυγγομάση Βασιλιά βαριά Βασιλοπούλα.
Δεν πολυβάσταξε ως τόσο ο συμμαζεμός αυτός της μικρής· ήξερε να την ξαναφέρνη στα νερά του ο γέρος, κ' οι νοστιμιές του έπερναν κ' έδιναν πάλι. — Έλα τώρα να μας πιής κ' ένα κρασί στην υγειά του Παυλή, της κάνει δίνοντάς της ποτήρι. Το παίρνει η μικρή το ποτήρι, κι ό,τι έκαμε νανοίξη το στόμα της αλλαξοθωρίζει. Κάτω το ποτήρι κι αναβλέπει τη μάννα. Σύννεφο η μάννα κι αστροπελέκι.
Κι' αφού το πράμα τώρα αυτό επήρε τέτοιο δρόμο, γιατί, εφοβήθη μήπως σε η μάννα σε σκοτώση, ή μήπως τη σκοτώσης συ, άλλαξε τη βουλή του, γιατ' ήθελε της μάννας σου τη γνωριμιά να κάμης, όταν θα είσαστε κι' οι δυο φτασμένοι στην Αθήνα, κρατώντας μυστικό πως συ γεννήθης από τούτη και είχες τον Απόλλωνα το Φοίβο για πατέρα.
Είδα και του Αμφιτρύωνα την σύντροφον Αλκμήνη, οπού τον λεοντόψυχον, άφοβον Ηρακλέα εγέννησε, αφού πλάγιασε 'ς την αγκαλιά του Δία. και του γενναίου Κρέοντα την κόρη την Μεγάρα, 'που νύμφην ο αδάμαστος την είχε Αμφιτρυωνίδης. 270 Του Οιδίπου η μάννα εφάνηκεν, η εύμορφη Επικάστη, 'που τυφλωμένη ανόμησε φρικτά με τον υιόν της.
Κανένας δεν εγλύτωσε. Μόνον ο υποφαινόμενος. Και πάλιν κ' εγώ με θαύμα. Εκεί που μ' εχτύπησεν η σκότα του κόντρα φλώκου, που εβγήκα να τον μαζέψω, μου δίνει μια να πέσω 'ς την θάλασσα και ξεγλυστρώ, μωρέ γυιε μου, και πέφτω απάνω σ' ένα κασσόνι. Λες και μου τώρριξεν εκειδά η μάννα μου. Τρικυμία, λέει, κ' η ψεσινή!
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πώς λοιπόν; για λέγε: τάχα πώς μ' αυτά θα μ' ωφελήσης; ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Ναι, θα δέρν' όπως εσένα, και τη μάννα μου επίσης. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πώς;!... Τι λες!... τι λες!... να κι' άλλο κακό τούτο πειο μεγάλο! ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Τι λες: αν με τον Ήττονα τον λόγον σε νικήσω, λέγοντας και τη μάννα μου πως πρέπει να χτυπήσω;
Κι' όταν ο κόσμος τραβήχτηκε, και τα λειανοπαίδια πήραν τα καλούδια τους, που τους είταν ταγμένα τόσες φορές κι' έμειναν μάννα και παιδί μοναχοί τους, τότε η κάκω η Μήτραινα κύτταξε καλά-καλά το Γιάννη της, και βλέποντας λίγες άσπρες τρίχες στα μουστάκια του, και στα μαλλιά του, του είπε με κάποιον μελαχολικόν τόνο: — Άρχισες να γηράζης, παιδάκι μ', κακό που μ' ηύρε! — Αμ τι δα!
Και σα σηκωθήκαμ' από το τραπέζι και καλοστρωθήκαμε, άρχισε και μας έλεγε. «Είμουν ως δεκάξη χρονών όταν πρωτομίσεψ' από το χωριό μας. Αφήκα εκεί μάννα και μιαν αδερφή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν