Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Δεν μας λέει τόνομά του κ' εμείς τραβούμε φούχτες τα μαλλιά από το κρανίο που ουρλιάζει. Ο Alberigo μας παρακαλεί να σπάσουμε τον πάγο στο πρόσωπό του για να μπορή να κλάψη λιγάκι.
— Κάτσε το λοιπόν! ξαναείπε. Μας αφήκανε μοναχούς. «Λόγο δεν του παίρνει κανένας, μου είχε πει στην πόρτα ο αστυνόμος. Έφταιξε, λέει, και ας τον παιδέψη ο Νόμος. Τίποτ' άλλο. Σα θέλης κάτσε και μοναχός σου να τονέ ρωτήσης». Ο αστυνόμος είχε την ιδέα πως τρελλάθηκε. Αλλοιώς δεν εξηγιέται το πράμμα. Σαν κάθησα σιμά του γύρισα και τον κύτταξα από πάνω ως κάτω.
Τα δυο άλλα τώρα να δούμε, αρχίζοντας από το βασιλεύς . Τι λέξη είναι αφτή; Μήπως ο λαός την ξέρει; Όχι. Ο λαός το ξέρει βασιλιάς . Στην Πόλη μάλιστα έτσι λέει το Σουλτάνο. Και γιατί; Γιατί έτσι έλεγε πρώτα τον αφτοκράτορα, πριν από την άλωση. Λοιπόν είναι καθιερωμένος, ιστορικός, πατροπαράδοτος τύπος στο λαό.
Στη θάλασσα, είχε για καλά σηκωθή ο άνεμος και χτυπούσε δυνατά τα πανιά. Το καράβι έφτασε γρήγωρα στη στεριά. Η Ιζόλδη η Ξανθή βγήκε όξω. Άκουσε μεγάλους θρήνους στους δρόμους. Άκουσε να χτυπούν η καμπάνες λυπητερά στης εκκλησιές και στα μοναστήρια. Ρωτάει τους περαστικούς γιατί η πένθιμες καμπάνες, γιατί οι θρήνοι. Ένας γέρος της λέει: «Αρχόντισσα, μεγάλο κακό μας ηύρε.
— Τι άκουσες; — Να πως η Ασήμω της θεια Πασκαλιάς λέει. . . Κάμνει αμέσως το σταυρό του περίλυπα χαμογελώντας ο Πανάγος, και, — Να μην το πη κανείς πως έχει και τίποτις από τον κόσμο κρυφό, απολογιέται του αξαδέρφου του τού Μιχάλη. Μα στάσου δα, βλογημένε, να προλάβω και να σε ρωτήξω τη γνώμη σου πρώτα.
Είναι επιστημονικό λάθος· είναι και λάθος εθνικό. Τα βλέπουμε στην Εβρώπη κι απορούμε· έπειτα λέει ο κόσμος πως οι Έλληνες δεν έχουν κρίση, ίσως και που μας λείπει αξιοπρέπεια. Δε γίνεται να κατηγορή κανείς και τη γλώσσα του και το έθνος που τη μιλεί· πρέπει να σέβεται και τη γλώσσα και το έθνος του. Κατάλαβα όμως τι τρέχει· ο κ.
Αστραπή ο Δημήτρης από βάτους, από θυμάρια, από βράχους και ρημοτοίχια, και βρίσκεται σπίτι του. — Αχ, και τάκουσες τα μαύρα τα μαντάτα; του λέει η κερά Φρόσω η πεθερά του, άμα τον είδε. — Και δεν τάκουσα; Έτρεξα κιόλας και του την έπαιξα του βρωμόσκυλου. Την ίδια ώρα θα τους θαφτούνε και τους δυο. Και της αποξήγησε τα γενάμενα.
Και νομίζεις πως δε με τιμά να βλέπη ο κόσμος πως έρχεται στο σπίτι μου τόσο συχνά ένα πρόσωπο της τάξεως του που με λέει αγαπητό του φίλο και με μεταχειρίζεται σαν να ήμουν όμοιός του; Δεν μπορείς να φαντασθής πόσο καλός είνε για μένα! Μπροστά σ' όλο τον κόσμο μου κάνει τόσες περιποιήσεις που κι' εγώ ο ίδιος πάω να χάσω το μυαλό μου.
Με πόση όρεξη θάπεφτε στην αγκαλιά τόμορφου και του καλού αυτού νιου, που ξέρει τόσα όμορφα πράμματα, που λέει τόσα έξυπνα λογάκια, που γνώρισε του κόσμου όλα τα καλά κι όλα τα ξεφαντώματα, για να την φέρη πέρα, πέρα στον άγνωστο μεγάλο κόσμο, να δη και να γνωρίση τα μάγια καινούργιας ζωής, του κόσμου τις χαρές και τις τρέλλες.
Και κανένας δεν ερχόταν να ταράξη τον καλλιτέχνη στην εργασία του. Καμμιά ανεύθυνη φλυαρία δεν τον ανησυχούσε. Δεν βασανίζονταν με γνώμες. Δίπλα στον Ιλισσό, λέει κάπου ο Arnold, δεν ήταν κανένας Higginbotham. Κοντά στον Ιλισσό, αγαπητέ μου Γιλβέρτε, δεν γίνονταν ανόητα συνέδρια για την Τέχνη, που να κουβαλούν επαρχιωτισμό στις επαρχίες και να μαθαίνουν τις μετριότητες πώς να γαυγύζουν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν