Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Του αγγελόκαρδου ιεράρχη ως τόσο δεν του έρχουνταν τα τυραννικά εκείνα τα μέτρα, που άλλος πιο φιλόδοξος θα τα χαιρότανε· μόνο του φάνηκε, λέει, σα να περνούσε κείνη τη μέρα από κουρσεμένη πόλη, που κάποιος βάρβαρος καταχτητής ήρθε και την κυρίεψε. Κ' έτσι είναι. Η βία, και μάλιστα η στρατιωτική η βία, ποτές δε φαίνεται θεάρεστο πράμα.
Κι' είπε, στη μέση στέκοντας, ο βροντολάλος κράχτης «Τ' Ατρέα γιοι, κι' οι άλλοι εσείς των Αχαιών αρχόντοι, 385 μ' έστειλε ο Πρίαμος να πω κι' οι άλλοι οι αλογάδες Τρώες — αν σας βολεί κι' εσάς και δε σας πολυνιάζει — τι λέει ο Πάρης που για αφτόν πρωτάρχισε η διαμάχη.
Είναι αναστημένος προφήτης που βγαίνει από το μνημούρι του, κι ανεβαίνει στην Τάμπια, και φωνάζει πως εδώ, εδώ είναι η Κόλαση η αληθινή, κι όχι στον κάτω τον κόσμο. «Καρά Κολ, Χαζίρ ολ!» Μην τους χαρίζετε τίποτις αυτούς τους σκλαβωμένους αμαρτωλούς, λέει η άγρια η φωνή του Προφήτη. Τους πρέπουνε μεγάλα και φριχτά βάσανα. Στον άλλον τον κόσμο τόση πίσσα δε βράζει.
— Ακούς, μου στέλνει, λέει; Και λίραις και συχνάτσαις! εφώναξεν η Ξενιώ, ώστε η φουρνάρισσα ενωτισθείσα, εστράφη αποτόμως, ως διά να ίδη της λίραις, και έρριψε κάτω από το πτύον έν ψωμίον, μέσα εις τα φρύγανα των ξηροκλάδων.
Τον πείραζαν οι φίλοι του πως δεν τον άφηνε η γυναίκα του που τούχε λέει βαλημένα τα δυο του πόδια σ' ένα παπούτσι. Μα οι γειτόνοι έβλεπαν την αγάπη πούχε το αντρόγυνο-τόσο που όλο και τον κεντούσε το Νίκο με τα τσουχτερά του τα λογάκια ο Κυρ Μπάμπης, ο χοντρός μπακάλης στη γωνιά του κάτω δρόμου: Νισάφι!
Η Ιζόλδη τον κυττάζει, αναστενάζει, δεν ξέρει τι να πη και τι να πιστέψη, βλέπει ότι τα ξέρει όλα, μα θάτανε τρέλλα να ομολογήση πώς είναι ο Τριστάνος. Κι' ο Τριστάνος της λέει: «Βασίλισσα κι' Αρχόντισσα, γνωρίζω δα με ξεχάσατε, και σας κατηγορώ για προδοσία. Γνώρισα μολαταύτα, ωραία, ημέρες που μ' αγαπούσατε με έρωτα: Ήτανε τότε στο δάσος, στην καλυβίτσα με τα φύλλα.
Εφώνησεν έντρομος ο Λαλεμήτρος, αναγνούς την διαταγήν. Αλλ' ίνα μη εννοήση η σύζυγός του, ήτις τον έβλεπε σύννους, παρακαθημένη, προσέθηκεν ηρεμώτερος: — Ακρίβηναν, λέει, ταλεύρια πάλιν! Διενοήθη ο Λαλεμήτρος να ενεχυριάση τότε, ή και να πωλήση εν τη εσχάτη ανάγκη την χρυσήν του ωρολογίου του άλυσιν, μη έχων άλλον πόρον χρημάτων, και σωθή από το αίσχος της φυλακίσεως.
Άνοιγε τις τσίπες με τη ματσόβεργα και τάλεγε της Γαρουφαλιάς η μάννα της Αρετούλας. Ως το πρώτο λάλημα παρεστέκουμουν κι ανακάτωνα το κεσκέκι. Περμ. Μωρή καλά και μου είπες για λάλημα πετεινου. Είδες εσύ, λέει, να σηκώνεσαι από το στρώμα και ν' ακούς την όρνιθά σου να κακναρίζη πρωί πρωί! Και να της φωνάζω, κι αυτή όλο να κακναρίζη! Πήγα και την έσφαξα την έρμη πρι να μας έρθη κανένα κακό. Πιπ.
Αλλα μ' ελεημονήθη Η Χλόη η καλή, Κι' ο έρως αφοντότες Γελόντας μου μιλεί. Πιος λέει σκληρόν τον Έρωτα, Και τον κακολογάει· Τον γλωσσοτρώγετ' άδικα, Χωρίς να τον νογάη, Παιδί μικρό, κι' ανήλικο 'Σ της νιότης την ακμή, Με δίχως άλλη μάθησι, Με δίχως δοκιμή. Γιατί ξοδεύει, παίζοντας Περίσσια, τον καιρό, Για τούτο δα τον έρωτα, Τον κράζομε σκληρό.
Μόνον ο καταρράχτης της σιμοτινής λαγκαδιάς θορυβούσε τα σκότη. Φυφύριζαν τα βρεμμένα ξύλα της πύρας μας κ' η απλωτερή λάμψη της έβαφε με το πορφύρινο χρώμα της τα κοτρώνια και τες όψες μας, που καθόμασταν αραδαριά σταυροπόδι ολόγυρά της. — Τι χάση κόσμου που ήτον αυτή! Λέει ο Μπαρμπούτας, αναγυρίζοντας τα σύδαυλα της φωτιάς. — Τέτοια νεροποντή ποτέ δε με μετάχε βρη, λέει ο Πολιάνος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν