Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Τώρα που ήρθατε εδώ πάνω θα πάμε μες την εκκλησιά: εγώ θα σας στεφανώσω. . . Και καθώς μίλαγ' έτσι το φεγγάρι, ξαφνίστηκεν η Λιόλια κι ο Νίκος κι άνοιξαν πάλι τα μάτια τους τα θαμπωμένα απ’ τη λάμψη του, για να το ιδούν: Τι άσπρο πούτον το φεγγάρι και τι λυπημένο ! σαν τη Βεργινία.
Μπορώ να μη στενάξω τώρα που τέτοιαν σύντροφον μοναδική θα χάσω; Ούτε τραγούδι θ' ακουστή, ούτε χαρά θα λάμψη, ούτε στεφάνια συμποτών θα ιδούμε πια εδώ μέσα. Ούτε ποτέ την βάρβιτον θ'αγγίξω, ούτε ο νους μου θα θέλη με τον Λιβυκόν αυλόν να ξαποστάση, γιατί εσύ κάθε χαρά μαζί σου τήνε παίρνεις.
Πώς άστρο βγαίνει στης νυχτός την πίσσα μες στ' αστέρια, ο Σείρης, τ' άστρο που ψηλά πιο στέκει ωραίο απ' όλα, τέτια κι' η λάμψη απ' τ' όπλο του, που στο δεξύ το χέρι τ' ανέμιζε έχοντας κακούς σκοπούς, και με το μάτι 320 θωρούσε τ' όμορφο κορμί που θ' ανοιχτεί πιο πρώτα.
Εσείς θα έρθετε όταν θα είναι έτοιμα τα λαχανικά και τα φρούτα για να τα πάτε στο χωριό… Το άλογό σας όμως δεν αντέχει το δισάκι!», πρόσθεσε μισοκλείνοντας τα μάτια μπροστά στη λάμψη του ποδηλάτου. «Θα φύγω για το Νούορο!», είπε ο Τζατσιντίνο κοιτάζοντας ωστόσο το κτήμα από κάτω προς τα επάνω, όπως κοιτάζουμε έναν άνθρωπο. «Θα έρθετε καμιά φορά!
Τι έπαθες;» «Επειδή δε σέβεσαι τον ξένο!» «Γκριζέ! Μύγα σε τσίμπησε και σου ’στριψε;» «Ναι, και γι’ αυτό θέλω να χορέψω.» Μερικές γυναίκες είχαν κιόλας μαζευτεί γύρω από τον οργανοπαίχτη, απλώνοντας τα χέρια για ν’ αρχίσουν το χορό. Τα κουμπιά των κορσέδων τους σπίθιζαν στη λάμψη της φωτιάς, οι σκιές τους διασταυρώνονταν πάνω στο γκριζωπό έδαφος.
Και γι' αυτό μπορώ να πω ακόμα: Ευλογημένη ας είναι η ζωή κι ό,τι έδωσε αυτή! Μα να την ευλογήσω για ό,τι πήρε, μου είναι αδύνατο. Μα αυτό δεν έγινε ποτέ. Δε θυμούμαι πότε το παρατήρησα, γνωρίζω όμως πως η εντύπωση είναι τόσο στενά δεμένη με την ανάμνηση της γυναικός μου, ώστε τώρα πιστεύω πως δεν την είδα ποτέ μόνο με τη λάμψη της ευτυχίας και της νιότης.
Η μια είταν άσπρη—ξέξασπρη και φόραγε χιονάτα, Κι’ είχε τον Ήλιο πρόσωπο με τες χρυσές του αχτίδες, Η άλλη είταν μελαχροινή, στα ολόμαυρα ντυμένη, Με το Φεγγάρι πρόσωπο κι’ αστέρινο στεφάνι, Και στην κορφή του στεφανιού, στη μέση του μετώπου, Ο λαμπερός Αυγερινός τη λάμψη του σκορπούσε... Κι’ ανάμεσα στες δυο αδερφές, τες πολυαγαπημένες, Κατακαθάρια ανατολή, αχτιδοστολισμένη.
Πώς φαίνεται οχ το πέλαγο σε λαμνοκόπους λάμψη 375 φωτιάς που καίει, και καίει ομπρός σε προβατήσα στρούγγα σ' όρος ψηλά, ενώ άνεμος τους νάφτες στανιοσπρώχνει στα στήθια απάνου στου γιαλού αλάργα απ' τους δικούς τους· έτσι έφτανε ως στον ουρανό κι' η λάμψη οχ την ασπίδα τη λαμπροσκάλιστη. Έπειτα το κράνος βαριασκώνει 380 και το φοράει στην κεφαλή.
Κι' όπως φουντώνει αχόρταγη φωτιά μεγάλο δάσος 455 στα κορφοβούνια, και θωρείς τη λάμψη μίλια αλάργα, όμια άστραφτε ως στον ουρανό περνώντας τον αιθέρα κι' η λάμψη απ' το θεόσταλτο χαλκό σα ροβολούσαν.
Κι εμένα, φίλε, ο γαληνός σκοπός σου έτσι με φτάνει εδώ που ζω μακριά, και ξέρει πάντα το κρυφό τα βάθη να μου ευφράνη φυσώντας σιγαλά. Λεπτό αεράκι απ τους ξανθούς γιαλούς φευγάτο πέρα μελωδικό, ελαφρό, φέρνει τη λάμψη του χρυσού του κάμπου, στον αιθέρα λουσμένο το χρυσό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν