Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Από παντού να λάμπουνε καθρέπτες μαγικοί, και από μέσα άυλοι παρθένοι να περνούν, από αυτάς που ύμνησαν και οι ρωμαντικοί, που δεν εφάνησαν ποτέ, αλλ' ούτε θα φανούν. Να ήναι κάτι πλάσματα αιθέρια, μυθώδη, να ήναι όντα άγνωστα ενός αγνώστου κόσμου, και μόλις εις το χέρι των εγγίζω ή το πόδι, με αστραπής ταχύτητα να φεύγουν απ' εμπρός μου.
Μπήκα, πια τώρα σταληθινά τα βάσανα. Παν τα παιχνίδια, παν τα χρόνια που λάμπουνε στο πρόσωπό μας σαν το γλυκοχάραγμα της αυγής, κι αρχίζει δουλειά φοβερή μέσα στον ήλιο που τονε λένε ζωή· ήλιο που μας φέγγει να δούμε τι μεγάλο καλό είχαμε και το χάσαμε. Όχι πως δεν ξανάρχεται η χαρά.
Κι' η ωμορφιαίς της λάμπουνε, κι' αστράφτουν 'στό κορμί της Αράδες τ' ασημόκουμπα κι' αράδες τα γιουρτάνια, Και 'ςτά καθάρια τα νερά τα πόδια της ασπρίζουν Σαν νάναι με τριαντάφυλλα και γάλα ζυμωμένα. Περνούν εκείθε πιστικοί και κυνηγοί διαβαίνουν, Κι' άλλοι την λεν Λιογέννητη, άλλοι την λεν Νεράιδα.
Να βάζετε την ηδονή πειό πρώτ' απ' τη σοφία, είν' έγκλημα• και δίκηο πειά δεν είνε, τους ανθρώπους κακούς να λέμε, σαν αυτοί μιμούνται τους θεούς των!. . . Αιτία είνε ακλόνητη ευτυχίας μεγάλης, όταν λάμπουνε μια μέρα νέα παιδιά στο σπίτι, για ν' αφήσουν 'ς άλλα παιδιά τα πλούτη του πατέρα.
Έτσι της έλεγε ο σκοπός του Λανσιέ, μα το ίδιο της έλεγαν και του Νίκου τα μάτια, καθώς χόρευε στην αγκαλιά του, πούταν καρφωμένα απάνω της και τα αισθανότανε να λάμπουνε σαν άστρα απάνω στα μαλλιά της και μέσα της να καίη η αντιφεγγιά τους. . . Τo στόμα του ήτονε μισάνοιχτο κ’ έφεγγαν τα δόντια του και στο πρόσωπο της φυσούσε η ζεστή πνοή του!
Όλα τα χρώματα σβύσανε τριγύρω τους, τα δένδρα πέσανε κάτω ξερά, τα λουλούδια μαραθήκανε και τα πουλιά βουβάθηκαν. Λίγη χλόη έμεινε κάτω απ' τα πόδια τους. Ο Ήλιος φιλούσε ακόμα από ψηλά το αγκάλιασμά τους. Και είπε πάλι ο Αγαπημένος: — Τι χρειάζεται ο Ήλιος στην αγάπη μας; Τα μαλλιά της αγαπημένης μου λάμπουνε ευγενικώτερα και το στήθος της με ζεσταίνει πιο γλυκά απ' τον Ήλιο.
Εμπρός στην πίστη της λησμόνησα το δισταγμό μου κ' η ασήμαντη εκδρομή μας πήρε στη φαντασία μας σχήματα παράξενα, έτσι όπως όταν κοντινά νησιά υψώνουνται στον ορίζοντα και λάμπουνε σε φως φανταστικό. Τέλος μια Κυριακή πρωί καθόμαστε στο κατάστρωμα του βαποριού και βιαζόμαστε να φτάσουμε κει που θέλαμε.
Κλαίει! Τι κλαίει αυτός εκεί; Καλόγηρος να κλαίη! Και τίνος το βλαμμένο αυτό το μοιρολόγι λέει;.. Ακούω·.. λόγια καθαρά: — Ελένη μου, παιδιά μου, Αγαπημένα Γιάννινα! — Ω, τι ακούν' τ' αυτιά μου!.. Μεμιάς φωναίς κι' αλαλαγμός από το Μεσολόγγι. Και μια μεγάλη αναλαμπή, οπού βουνά και λόγγοι Λάμπουνε 'σάν να καίγονται, τον κόβουνε το κλάμα Του γέρου του Καλόγηρου.
Έβλεπα να λάμπουνε στο σκοτάδι οι σπίθες από τα πέταλα των αλόγων, αιστανόμουνα πως έβρεχε λιγότερο τώρα κ' έβλεπα την τοποθεσία να φεύγη γύρω μου σα σκοτεινή φαντασμαγορία και μιλούσα όλη την ώρα με τον εαυτό μου ακατανόητα λόγια, που δεν εννοούσα πώς μου ερχόντανε στα χείλη.
Παράδειγμα αυτές δα οι ομιλίες της Αντιόχειας. Αφίνουμε τις ποιητικές μεταφορές, τις Γραφικές ερμηνείες, και τις ηθικές συβουλές που λάμπουνε σκόρπιες μες στα γλυκά του λόγια, μα οι ομιλίες εκείνες μας ξετυλίγουν και σατυρικές εικόνες της όχι πολύ ασκητικής ζωής των πατριωτών του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν