Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


1832, Τρυητή 20 . Επειδή τα Γιάννινα δεν είχαν ακόμα Κισλά, τ' ασκέρια στέλνουνταν από τον Πασά κονάκια στα σπίτια των Χριστιανών και των Οβραίων. Ένας μπίμπασης κάθονταν σ' ένα σπίτι σιμά από το σπίτι του κυρ Αναστάση Γοργόλη. Ο μπίμπασης είδε μια μέρα τες δύο ώμορφες τσιούπρες του κυρ Γοργόλη κ' εκολάστηκε· κύτταξε με κάθε τρόπο να τες απατήση.

Ας πάμε να ιδούμε τι μας θέλει ο κυρ Αγησίλαος. — Δε θ' αργήσης; ηρώτησεν η σύζυγός του. — Πώς θ' αργήσω; Μήπως έχομε τίποτε να μοιράσωμε με το γείτονα; Θάχη καμμιά δουλειά να μου παραγγείλη . . . Σε δύο λεπτά είμαι 'πίσω. — Κύτταξε να μη παραστρατήσης! . . . — Με το καλό μου φέσι; απήντησεν ο Δημήτρης, εκπλαγείς ότι η συμβίος του υπέθετεν αυτόν ικανόν προς τοιαύτην μωρίαν. Και εξήλθε λέγων·

Εν τω δωματίω υπήρχον έτι, πλην αυτού, ο μεσίτης εκείνος, ον γνωρίζουσιν ήδη οι αναγνώσται μου, και κυρία τις, σύζυγος καθ' όλα τα φαινόμενα του οικοδεσπότου, εύσωμος και ανθηρά δέσποινα, κεκαλυμμένη διά μετάξης και τριχάπτων. — Επτακόσιαι ογδοήκοντα! είπεν αναβλέψας και θεωρών τον Κυρ Γιάννην ο κύριος ημών. — Και θα τας δώσης όλας; ηρώτησεν η κυρία. — Εννοείται όλας· απήντησεν εκείνος ηρέμα.

Καλή 'ναι η ιδέα σου! Τώρα πούμαι κ’ εγώ εδώ να πάη κι ο Κυρ Νίκος να πάρη λιγουλάκι αέρα.

Λοιπόν ακούσατε, πατέρες και αδελφοί, επήρε δρόμον να είπη ο κυρ Δημητράκης, ο γυιός μου ο Αγάλλος παγαινάμενος εις την Βλαχία, δεν ηθέλησε να πάρη 'κείνην που του έλεγα, θυμάσθε· εγώ πάλι ως καλός γονιός της έδωκα τον γυιό μου τον Λογιώτατο.

Είπεν ο κυρ Στρατής εις τον φίλον μου· και έγλυφε τα δάκτυλά του, ως να το έτρωγεν ήδηήτο κοιλιόδουλος, ο μακάριος. — Να μου εύρης και εκείνον τον άλλον , — ούτω με απεκάλει προς τον φίλον μου· τον δε φίλον μου πάλιν προς εμέ απεκάλει εκείνος ο άλλος ώστε και εις τους δύο έδωσε το αυτό όνομα· ίσως διά να δείξη ότι αμφοτέρους επίσης ηγάπα.

Μάλιστα η Μπιμπίκα μου πρώτη τον κατάλαβε- αυτή, καλέ μου, ακούει και το χορτάρι που φυτρώνει!: «Μαμάκα μου ! μου λέει, κάτι έπαθε η Βεργινίτσα και φέραν τον καλό γιατρό». Εξ αρχής αυτό έπρεπε, Κυρ Νίκο μου ! Εμείς πάντα το λέγαμε.

Μέσα στο μεσανό κοντάρι της σκηνής φαίνουνταν κρεμασμένα τα τουφέκια, τα σακκίδια κι οι καραβάνες, η μεγάλη τσίτσα του κυρ λοχία με το κρασί, οι σιδεροχάρτινοι σκοποί είταν ριγμένοι σε μιαν άκρη, η φωτιά πύρονε τα κορμιά κι η γύμνια της μεγάλης σκηνής απλόνουνταν μισοφωτισμένη στο βάθος. Νύχτα βαθύτατη, νύχτα της μοναξιάς, της ράχης.

Και τώρα η μικρά Φωτεινή κάθηται παράμερα εις μίαν γωνιά της καλύβας· τα δύο της ωραία ματάκια, τα οποία, όταν είνε χαρούμενα, λάμπουν σαν να έχουν μέσα των αληθινό φως, είνε γεμάτα δάκρυα. Έξαφνα ο ταχυδρόμος εκτύπησε την θύραν. — Καλώς τα δέχθηκες, κυρ Σταμάτη, εφώναξε· σου φέρνω γράμμα από τον πατέρα σου! Αλλά πώς να διαβάση, καθώς ήτο ο κυρ Σταμάτης, το γράμμα!

Και ούτως η γραία απέθανεν ευχαριστημένη, αλλάξασα ιδέαν και λέγουσα ότι τα κορίτσια δεν πρέπει να βιάζωνται. Όποιος βιάζεται, μένει 'πίσω! Και η κόρη της με τον κυρ-Μανωλάκη επήγεν εμπρός. Ο κυρ Μανωλάκης διά των κτημάτων του και της οικονομίας του είχε σχηματίσει καλήν περιουσίαν.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν