Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Ο ναΐσκος ευρίσκετο τρεις ώρας μακράν της πόλεως, και ο παπά Διανέλος ο Πρωτέκδικος είχεν απέλθει εκεί από της πρωίας του μεγάλου Σαββάτου, αφού έλαβε την υπόσχεσιν του κυρ Κωνσταντού ότι θα έφθανε προς το βράδυ διά να ψάλη και συνεορτάσωσιν ομού την Ανάστασιν.

Δυο να πάνε στου Παλούκα, άλλοι δυο στου Σταύρου, άλλοι δυο στου Μάνθου, άλλοι δυο στου Μπανιά κ' οι άλλοι δυο στου Νικολού. Να! πόγιναν και τα κονάκια. Άιστε τόρα, παιδιά. Του λόγου σου, κυρ δεκανέα κόπιασε μέσα. Το στράτεμμα σκόρπισε· οι χωριανοί άρχισαν να ξεθαρρεύουν, όσοι είχαν πληρώση τα εντάλματά τους, και ξεπετάχτηκαν.

ΚΑΝ. Κυρ αστρονόμο μου να ζης π' ούναν το Κρητικάκι; ΑΣΤ. Σαράντα χρονών άνθρωπον τον έκαμες παιδάκι, και τι τον έχεις; ΚΑΝ. Ξάδελφο να τον ιδιώ λιγάκι.

Την άλλη την ημέρα ο κυρ Χρήστος βρίσκονταν στο χωριό του και δίκαζε τους πατριώτες του, που έτρεχαν σ' αυτόν να βρουν το δίκιο τους, κι' ο Σπύρος είχε σκαπετήσει το Μέτσοβο κι' όσους απαντούσε στο δρόμο κανέναν δεν γνώριζε, κι' ούτε τον γνώριζαν! Το καρβάνι τραβούσε για την Πόλη, όλο της στερεάς.

Αυτή θέλει όλο και στα ζεστά και να τη δης που θα σου γείνη θρεφτάρι. . . Και τόλουσε το νεογνό μέσα σε χλιαρό νερό, πούτρεξε και τόφερε από το πλυσταρειό, κ' έπειτα το τύλιξε μέσα σε λίγο μαλλί, που το τράβηξε απ’ το στρώμα, και σε κάτι φανελλίτσες πούψαξε και τις ηύρε μέσα στον κομμό, παλιές της Βεργινίας, και το φάσκιωσε με τα παννάκια πούχε η Λιόλια ετοιμάσει κάτι λιγοστά, από καιρό, και της τόβαλε της Λιόλιας στο κρεββάτι... Κοιτόταν η Λιόλια, πονεμένη και χλωμή στο κρεββάτι, ολομόναχη, χωρίς να ξέρη τίποτα ο Νίκος, χωρίς τη θεια Ελέγκω κοντά της, γιατί κανείς δεν τόβαζε με το νου του αυτό το ξαφνικό. . έτσι γερή και δυνατή που ήτον. . . Ως που να πάη και νάρθη η Κερά Γιώργαινα που πετάχτηκε σπίτι της να πάρη κάτι χρειαζούμενα για τη λεχώνα και για το παιδί: κάτι βαμπάκια, κάτι στύψες, λίγο γλυκοπόδιο, μια χούφτα γλυκάνισο να βράση του παιδιού, που τάχε απ’τις δικές της γέννες, πλάκωσαν κι άλλες γειτόνισσες γιατί άλλο δεν είναι να τις τραβήξη, όπως το κρέας τη μύγα και το ψάρι τη γάτα, από λείψανο και γεννητούρια κι όπου φανή η Κερά Γέννα κι ο Κυρ Χάρος σέρνουν όλο το γυναικομάνι αποπίσω τους, όπως ο Φασουλής κι ο Καραγκιόζης τη μαρίδα.

Την επαύριον, αφού εμίσεψεν ο Αγάλλος, ο κυρ Δημητράκης, όταν επήγεν, ως συνήθως, εις το Κιόσκι, εις το μέσον των προεστών, εστράφη προς τον παπά-Ζαχαρίαν τον Σακελλάριον και του είπε: — Σου δίνω, παπά, στην ανεψιά σου την Ουρανίτσα τον Λογιώτατον, επειδή ο Αγάλλος δεν ηθέλησε να μ' ακούση. — Καλά, κυρ Δημητράκη· ως επίτροπος της κόρης, σου λέγω ότι είνε δεκτόν.

Θα με ρωτήξης τώρα, γιατί σου τα είπα όλ' αυτά; Σου τα λέω, κυρ Λεφτέρη, για να μάθης από πού πηγαίνουνε στην Κόλαση· και ποια είναι η Κόλαση. Αυτός είναι ο &ίσιος& ο δρόμος· η ακαμωσιά και το πάθος. Και τέλος του, — η ντροπή, το ρεζιλίκι, η συφορά. Τώρα, εμείς οι παπάδες μιλούμε κάποτες και για τον Παράδεισο.

Μια ψιλή σκέπη, μια τσίπα, είνε όλη του ανθρώπου η ντροπή. Άμα πάη η τσίπα, πάει πλέον ηθική και γνώση. Οι νέοι μας αθετούν την Διαθήκην, καθώς λέει ο σοφός Σολομών. Είνε ασύνθετοι και άσπονδοι. — Έτσ' είνε, κυρ Φραγκούλη, είπεν ο καπετάν Πέρρος ο Μαυρογιαλής. Μπάττ' αποδώς, μπάττ' αποκεί, το καράβι πέφτει όρτσα λαμπάντα. Ένα παγανίδι χρειάζεται μοναχά, για να το καϊνατίση.

Εδώ είνε ο κυρ γιατρός; μουρμούρισε απόξω μια κλαψιάρικη γυναικεία φωνή. Εκεί απάνω οι ταχτικοί του φαρμακείου απόμειναν βουβοί.

Μέσα το μεσημέρι ακούω άξαφνα δυο τουφέκια μπαμ, στο σταθμό. Το βάζω στα ποδάρια: — Μπα! κακό πόπαθα! Φτάνω στο σταθμό. Το τουφέκι άναψε, τα μολύβια έρχουνταν βου!.. .βου!... βατό κατ' απάνω μας. Τι τρέχει ορέ! Ποιος τουφέκισε; Οι Τούρκοι! κυρ λοχία· κυρ λοχία πέσε κάτου. Πού να πέσω. Τάχασα, σάστισα από το δρόμο, από την κάψα. Με καβαλλικεύουν δυο, με ρίχνουν κάτω. Ήρθα στα σέστα μου.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν