Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Ηκούσθη τότε η φωνή του Κωνσταντή όπισθεν του μικρού διαφράγματος. — Ξυπνήσατε, πεθερά; . . . έλεγε, πώς περάσατε; — Πώς να περάσωμε! . . . «Σαν την κόττα στο μύλο». Έλα να πιής το ρακί σου. Ο Νταντής εφάνη εις την θύραν του χειμερινού θαλάμου. Ήτο ευρύστερνος, με άχαριν τον κορμόν, «αΐσκιωτος», όπως έλεγεν η γραία πενθερά του, και σχεδόν σπανός.
Σου φέρνουν ένα πρόσφορο και σου φαρμακώνουν μια κόττα ολάκερη· σου φέρνουν ολίγο νάμα, και σου αδειάζουν μια δαμιτζάνα σωστή... Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη η φωνή του ηγουμένου από της θύρας του κελλίου. — Α! ξυπνητός είσαι, κύριε πάρεδρε, έλεγεν ο παπά-Αζαρίας· κ' εγώ ενόμισα, ότι ο Γαβριήλ ωμιλούσε πάλι μοναχός του, καθώς το συνηθίζει. Καλά που έπιασε κουβέντα με άνθρωπον.
Όταν έβρασε καλά καλά η κόττα, είχε βασιλέψει ο ήλιος.
Οι κότες έκαναν βόλτες μέσα εις το δωμάτιον με καμάρι· η μια είχε χάσει την ουρά της· κάποιος ταξειδιώτης, που θα ήτο κυνηγός φαίνεται, την είχε σκοπεύσει και της έκοψε την ουρά· την είχεν εκλάβει ο άνθρωπος για αρπακτικό πουλί. — Ο Ρούντυ θέλει να περιοδεύση επάνω εις το βουνό, είπε η μια κόττα.
Πήρε ένα φυλλί τηγανίτα, μια χουλιαριά κουλάστρα, ένα μπούτι κόττα, άρπαξε ένα ποτήρι γεμάτο κρασί στο χέρι κι' είπε: — Να ζήσετε και να καλοδεχτήτε τον Τασιούλα...
Ένα μήνα τουλάχιστον, ίσως και περισσότερον, δεν ενθυμούμαι καλά. Εν τω μεταξύ οι τρελλοί ήσαν όλο γλέντι. Έβγαλαν τα παληόρρουχά των και εφόρεσαν πολυτελή φορέματα και τα κοσμήματα, τα οποία εύρον εντός του πύργου. Ήνοιξαν τας πλουσίας οιναποθήκας και γνωρίζοντες να πίνουν καλά, εκολύμβησαν εις αυτάς. Επέρασαν ζωή και κόττα!
Βλέποντας αυτό το σημάδι η Μαριανθούλα, είπε χαρούμενη στη βάβω της: — Βάβω! βάβω! Είδες, καλημέρα μ'! τι έκαμε η κόττα; Σήκωσε τα φτερά της και τα χτύπησε, και τεντώθηκε σα να ήθελε τα λαλήσ'!... — Ε! κι' ύστερα;.... είπε η γριά, σα με θυμό. — Δεν έλεγες, βαβούλω μ', ότι, όταν κάνουν έτς οι κόττες, έρχεται ο πατέρας μ';
Τι; θέλ'ς να ζήσω ογδοήντα, εννενήντα, εκατό χρόνια, να ξωλαλάω, να μη γνωρίζω, να μη βλέπω, και να λέγω την ψείρα μπούμπα; Ο Θεός να μη μ' το χρωστάη! Το καλό μ' είναι να τα κλείσω με τα φρένα μ'!.. Εκείνη τη στιγμή μπήκε μια μαύρη κόττα στο δωμάτιο, σήκωσε τα φτερά της, τα τέντωσε και τα χτύπησε σα να ήθελε να λαλήση.
— Τι λέγαμε στην αρχή;... Α! λέγαμε ότι η κάκω η Μήτραινα έσφαξε την πλειο παχειά της κόττα, τη ζεμάτησε τη μάδησε και την έβαλε να βράση ακέρια, σιγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε στην κορφή της παραστιάς την πρόκοβα της τη νυφιάτικη, έδεσε στην κρικέλλα τη σκύλλα της και περίμενε να ξημερώση του Άη — Γιαννιού, για νάρθη ο ξενιτεμένος της....
ΣΗΜΕΡΑ τα Φώτα, το δειλινό της παραμονής του Άη-Γιαννιού, η κάκω η Μήτραινα, σαν όλες της παραμονές του Άη-Γιαννιού, έσφαξε μια παχειά και μεγάλη κόττα, από τες δέκα-δώδεκα κοττούλες, που είχε στην πλατύχωρη αυλή της, τη ζεμάτησε, τη μάδησε, και την έβαλε να βράση ακέρια, μέσα σ' ένα κακκάβι, συγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε στην κορφή της παραστιάς τη νυφιάτικη την προκόβα της, έδεσε τη γκρινιάρα της τη σκύλλα στην κρικέλλα, και περίμενε, σαν όλες τες παραμονές του Άη-Γιαννιού, νάρθη ο ξενιτεμένος της ο Γιάννης, ξημερόνοντας του Άη-Γιαννιού.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν