Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Χάρη νάχης τον Άη Γιάνη, που πήγα και λειτουργήθηκα σήμερις, και δεν ξεχυμίζω μαθές τώρα με τα νύχια μου να τα χύσω τα μάτια σου που η γλώσσα σου νισάφι δεν έχει. Περμ. Και δεν κοιτάζεις, θεότυφλη, να τηνε δης την κοπέλλα στο παραθύρι της εκειδά, που στέκεται ολομόναχη; Πιπ.
Μα εσύ, σε φαντάζουμαι και κοιτάζεις ακόμ' αλλού, όχι κατά τη θάλασσα πια, μόνο στα σπαρμέν' αυτά τα χωράφια που απλώνουνται μπρος μας, με βώλους τρανούς σα βράχους στημένους εδώ και κει, ως κοντά στακρογιάλι. Κοιτάζεις, σα να το θαμάζεσαι τι να είναι αυτοί οι βώλοι.
Κοριτσάκι μου, εσύ που προβαίνεις στο παράθυρό σου, αντίκρυ στην κάμερή μου, και με κοιτάζεις κι απορείς και δεν ξέρεις γιατί άξαφνα σηκώνουμαι και περπατώ, άξαφνα κάθουμαι και γράφω, γιατί ξεσκίζω κάθε τόσο μια κόλλα χαρτί και ξαναρχίζω, γιατί κάποτε χαμογελώ και κάποτε πάλε στέκουμαι ώρες και συλλογιούμαι, κοριτσάκι μου εσύ, να σου πω τα ιστορικά μου· δυο πράματα σιχαίνουμαι στον κόσμο, δυο είναι που μου φέρνουν αηδία, να ταξιδέβω και να γράφω.
Ε, συ, γιατί τα μούτρα σου κατεβασμένα, τάχεις; Δεν πρέπει ο δούλος σκυθρωπός να δέχεται τον ξένο, αλλά να είναι πρόσχαρος. Εσύ βλέπεις τον φίλο του αφέντη σου εδώ μπροστά και με κοιτάζεις έτσι με πρόσωπο περίλυπο και ζαρωμένα φρύδια, σαν να σου τρώγεται η ψυχή για κάποια ξένην έννοια. Έλα εδώ κοντύτερα σοφώτερος να γίνης, Ξέρεις τι είδους πράγματα είνε των θνητών; Βεβαίως δεν ξέρεις.
Τίποτις δεν τόχουνε να μας τσαλαπατήσουν οι Ατλάντοι εκείνοι που περπατούν τέσσερεις τέσσερεις, με τις μανέλλες στους ώμους, και με θεόρατη μπάλλα κρεμασμένη στη μέση σαν καλαθάκι. Είναι ένας κ' ένας Αρμένηδες αυτοί που κοιτάζεις. Αν έχης καπέλλο, βγάλ' το. Α φοράς φέσι, σκύψε και φίλησε τα βρώμικα πόδια τους.
Δεν έφυγες γαλήνιος, γελαστός, χλομός, πικρός μας άφησες, πονώντας, γυρεύοντας επήγες, λαχταρώντας. Στο μέτωπό σου γύρω αυτός ο πόνος αχνίζει πάντα ως σε θωρεί η ψυχή· και τώρα, εδώ στην κάμαρά μου μόνος, στο τζάμι ενώ θλιμμένα σπα η βροχή, σε βλέπω μια στιγμή περνάς, κοιτάζεις και φεύγεις, την ερμιά σα να τρομάζης.
Τα μάτια σου τα μάβρα, γιομάτα ελπίδα, γιομάτα θλίψη που με σφάζει, μέρα δεν είναι που να μην τα θωρώ και να μην τα θαμάζω και να μην τα πονώ τα μάτια σου τα μεγάλα. Εσένα δε σου κοστίζει να θυσιαστής. Εσύ το σκοπό μονάχα κοιτάζεις. Εσύ γεννήθηκες με την πίστη. Εσύ έμαθες την πομονή, εσύ για τα γενναία συνεπαίρνεσαι. Κ' η πομονή σου, τα γενναία θα σε κάμη ναπολάψης.
Ω Κράτος, μην του παίρνεις του Ρωμιού το ενδιαφέρο για το χωριό του, μην του κάνεις σ υ σκολειά, μη του διορίζεις σ υ τους δασκάλους, μην του φυλάς σ υ ταμπέλια, τα χωράφια, τα δάση, μην του φτειάχνεις σ υ τους τοπικούς δρόμους, γιατί τον λύνεις έτσι από τους δεσμούς του με το χωριό του. Συ έχεις άλλες δουλειές γενικώτερες. Αυτές να κοιτάζεις!
Όνειρο γύρεψες, κι όνειρο σου φέρνω, εσένα που, αν τα πίστευε τα λόγια σου εκείνος που μ' έστειλε, θα σε γκρέμιζε ίσια στη Κόλαση, να ταγίζης δαιμόνους με τη χολή σου. Μην ταπλώνης τα χέρια σου. Να καθαριστούνε πρώτα αυτά τα χέρια με τάγιο μύρο του μαρτυρίου. Κοιτάζεις την όψη μου, κι ο νους σου λαφροπετάει στην καταφρονεμένη σου την αγάπη, που την έχεις ιερώτερη κι απόνα μαρτύριο.
Όσο δεν τα κοιτάζεις αφτά, δεν αδικείς το λαό σου μονάχα· τον κόσμο αλάκαιρο αδικείς!» Και δεν είναι ζήτημα, πως ο λαός ο ρωμαίικος, και στη γλώσσα του και στην ψυχή του — το ίδιο είναι — έχει ανυπόψιαστους θησαβρούς. Εσύ όμως, ο ανεξάρτητος, εσύ ο οικουμενικός, βλέπω και θέλεις μόνο να παίρνης από τους ξένους, χωρίς να τους δίνης τίποτα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν