United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όμως δεν ημπόρεσα να κρατήσω ένα ελαφρόν σαρκασμόν, τον οποίον ο γέρων ήκουσε πιθανώς, διότι έκαμε μίαν αιφνιδίαν κίνησιν εις την κλίνην του, ωσάν να εσκίρτα. Τότε νομίζετε αναμφιβόλως ότι έφυγα . . . αλλά καθόλου, Η πυκνότης του σκότους καθίστα το δωμάτιον μαύρο σαν την πίσσα, διότι τα παράθυρα ήσαν ερμητικώς κλεισμένα από τον φόβον των λωποδυτών.

Αλλ' όταν τα μικρότερα είδη, ολίγα όντα, περι- κλεισμένα εντός των μεγαλυτέρων, πολλών όντων σβύνωνται θραυόμενα, εάν μεν θέλωσι να έλθωσιν εις το είδος του νικήσαν- τος αυτά, παύουσιν από του να σβύνωνται και εκ του πυρός γί- Β. | νεται αήρ, εκ δε του αέρος γίνεται ύδωρ.

Δε μας λεν την αλήθεια πάντα. Κι αν τηνε λεν κάποτες, ο νους παραζαλίζεται, και τι να πρωτοπιστέψη δεν ξέρει. Το καθαυτό το ταξίδι γίνεται με κλεισμένα μάτια, τη νύχτα, μέσα σε τέτοια ρημιά. Τώρα και μπρος η δουλειά μας πρέπει να γίνη σοβαρά και συλλογισμένα, γιατί σοβαρός είναι κι ο σκοπός του μυστικού αυτού ταξιδιού.

Σ' τον Αηγιάννη . . . . Και όμως όλα αυτά παρήλθον, έπαυσαν διά να μη ξαναρχίσουν πλέον. Τα νυμφικά της δεν τα 'καλοφόρεσε, δεν τα χόρτασε. Αχ και χορταίνονται ποτέ; Αράχνιασαν κλεισμένατο μεγάλο εκείνο σεντούκι, το μακρύ σεντούκι. Δεν εβαστούσεν η ψυχή της να τα βγάλη, να τα ξετινάξη, να τ' απλώσητον ήλιο τ' Αιγιαννιού, 'ς το λιτρόπι, να ηλιασθούν, να αερισθούν.

Έχοντας αυτή τα μάτια κλεισμένα, και στοχαζόμενος ότι θα ήτον νεκρή, επλησίασα προς αυτήν, και εκατάλαβα ότι ανέπνεεν.

Παντού, Θρησκεία, εσύ Μάνα μας γίνεσαι παντού κ' ελπίδα μας χρυσή! Καλόγηρος ο κυνηγός. Κλεισμένατην κασέλλα Τα τρώει ο σκόρος τα πισλιά, την άσπρη φουστανέλλα. Τα φλωροκαπνισμένα του τσαπράζια, τάρματά του Παραιτημένα σκούριαζαντους τοίχους κρεμασμένα. Κάποτε ρίχνει απάνω τους καμμιά κρυφή 'ματιά του. 'Σάν θυμηθή τα χρόνια του εκειά τα περασμένα.

Η γυναίκα τότε με την κλαψάρικη φωνή, μπήκε μέσα, κρατώντας στην αγκαλιά της, τυλιγμένο σ' ένα μαυροκόκκινο παλιό χράμι ένα παιδάκι, που μόλις φαίνουνταν έξω το κατάχλωμο σαν κερί κεφάλι του, με κλεισμένα μάτια.

Ευρίσκομαι λοιπόν εις την ανάγκην να φεύγω όπως θα έφευγα από τας Σειρήνας, κρατών κλεισμένα τ' αυτιά μου, διά να μη μείνω εκεί καθισμένος πλησίον του μέχρις εσχάτου γήρατος. Αυτός δε είνε και ο μόνος άνθρωπος ενώπιον του οποίου παθαίνω εκείνο που δεν θα επίστευε κανείς ότι υπάρχει μέσα μου, το να εντραπώ οποιονδήποτε· και όμως αυτόν εγώ τον εντρέπομαι, και μόνον αυτόν.

Ήτονε σχεδόν παιδί ακόμα, που δεν έδειχνε πως τάχε κλεισμένα τα δεκάξη, καθώς έλεγε η θεια, ένα κοριτσάκι με κοντό φουστανάκι, απαλό και στρουμπουλό σαν κάτι άσπρες γατίτσες που νομίζεις πως δεν έχουν κόκκαλα. Είχε μεταξένια καστανά μαλλάκια με λάμψεις χρυσές και χείλια κόκκινα και υγρά, μισανοιγμένα σαν ανθόφυλλα. Σαν κάποιο ξημέρωμα γλυκό ήτον απάνω της, αλάλητο.

Σου ομολογώ ευχαρίστως, διότι ηξεύρω τι θα μου αντέλεγες προς ταύτα: ότι εκείνοι είναι ευτυχέστατοι που σαν τα παιδιά ζουν αλύγιστοι, περιφέρουν τας κούκλας των, τας εκδύουν και ενδύουν, και μετά πολλού σεβασμού τριγυρίζουν το συρτάρι, όπου η μαμά έχει κλεισμένα παξιμάδια, και όταν τέλος αρπάξουν εκείνο που θέλουν, το τρώγουν με λαιμαργίαν και φωνάζουν: και άλλο. Αυτά είναι ευτυχή πλάσματα.