Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Ο Χρυσόστομος όμως καθώς στην Αντιόχεια, έτσι και στην Κωσταντινούπολη δεν περιορίστηκε σε Γραφικές ερμηνείες και σε θρησκευτικά παραγγέλματα, παρά κατέβαζε τον κόπανο της μεγαλοδύναμης ευγλωττίας του και στην ακολασία, τη σπατάλη, την ανηθικότητα, που καθώς σήμερα βασιλεύουνε μέσα σε κάθε μεγάλη πρωτεύουσα, έτσι και στο Βυζάντιο τότες, αν και ίσως όχι όσο τώρα.

Πώς παίρνει σβάρνα λαγκαδιές βαθιές φωτιά μεγάλη 490 σ' όρος ξερό και καίγουνται τα πεφκοπλήθια δάση, και φλόγα ο άνεμος παντού σκορπάει στριφοκλωθώντας· έτσι ξοπίσω απ' τους οχτρούς σα λάμια λες με τ' όπλο χοιμούσε σκότωνε, κι' η γης κατέβαζε αίμα μάβρο.

Όμως από τότε η ιστορία αυτή του έγινε η πιο αγαπημένη και σχεδόν κάθε πρωί, όταν, η μαμά χτένιζε τα μαλλιά της, ερχόταν ο Σβεν, κατέβαζε την παράξενη εικόνα και παρακαλούσε τη μαμά να του διηγηθή. Μα συνέβηκε κάτι άλλο ακόμα του Σβεν κι αυτό έγινε το χειμώνα. Τον είχαν πάρει μαζί στο θέατρο, σε μιαν απογεματινή παράσταση, που δινότανε μια Κυριακή.

Είταν κι ο γέρο Καπλάνης, που είταν κι αυτός κατιτίς μια φορά. Όλοι τους Ξωμερίτες, απείραχτοι όμως τώρα, και δεν τους κακόβλεπε κανένας αγάς. Παντρεύτηκαν και στον τόπο, εξόν ο Βασίλης, που όρεξη για καινούριες αγάπες δεν είχε. Αυτό είταν το Μεσοβούνι· ορίστε τώρα κι η ζωή μας εκείνα τα χρόνια. Πρι να φέξη, ο γέρος με κατέβαζε στο γιαλό και τραβούσαμε τις αποτονιές.

Νέος ακόμα ναύτης, λοστρόμος κ' έπειτα καπετάνιος δεν το αγαπούσε το κρασί. — Δεν το θέλω το κρασί. Δεν το κάνω χάζι. Με πειράζει. Βία να πιή ένα εκατοσταράκι στο φαγί του. Κι' αυτό με το νερό. «Βαπτισμένο», όπως έλεγε ο σύγγαμπρός του ο Παπα-Θανάσης. Ο Παπα- Θανάσης πάλι στο φαγί του δεν έπινε καθόλου, σταλιά. Όταν έμπλεκε όμως με παρέες ο Παπα-Θανάσης κατέβαζε τον Ιορδάνη.

Κι' ο παπάς μαθές στον καιρό του και ταδέρφια μου και ταξαδέρφια μου, όλο μας το σώι και το σώι το δικό σας γεμιτζήδες σταθήκανε. Και μεις μαθές, και γυναίκες και μαννάδες κι' αδερφάδες, τους απαντέχαμε στην ξενητειά και με το καλό γυρίζανε πάλι και του κόσμου τα καλά μας φέρνανε. Εσύ πια θα σταθής μονάχος σημαδιακόςΤούπε και τούπε η παπαδιά, όσα κατέβαζε η γλώσσα της.

Τι εννοείς όταν λες ότι η ζωή η φτωχή, η πιθανή, η δίχως ενδιαφέρον ζωή του ανθρώπου θα προσπαθή ν' αντιγράφη τα θαύματα της Τέχνης; Κάλλιστα καταλαβαίνω την αντίρρησή σου στο ότι θα μπορούσε η Τέχνη να χρησιμεύη σαν καθρέφτης. Νομίζεις πως αυτό θα κατέβαζε τη μεγαλοφυία στο επίπεδο ενός σπασμένου καθρέφτη.

Κείνη τον εφκήθηκε, τον εφίλησε, τον ξαναφίλησε και πάει στην εφκή της. Έγυρε πάλι στην Αρκαδιά. Πήγε στην Αρκαδιά ολόχαρος και πήγε στη στάνη γελαστός. Ο Μπέης δεν ήξερε πως έλειψε ο Αργύρης, και δεν ένιωσε πως κατέβηκε στο χωριό του. Αποκεί κ' ύστερα, κάθε αβγή ο Αργύρης, νυχτούλια ακόμα, σαλάχαε τα πρόβατα στα βοσκοτόπια. Τα κατέβαζε και στη λίμνα.

Ο Καπετάν-Μοναχάκης στη θέσι του μουσκεμμένος ως το μεδούλι, ροκανίζοντας καμμιά γαλέττα στο πόδι, άγρυπνος τώρα δυο νύχτες. Τα κόκκαλά του αρχίνησαν να τον πονούν. Κάθε τόσο κατέβαζε τα χέρια του ξαφνικά, σαν να τον τρυπούσαν με καρφιά, κ' έτριβε μαλακά-μαλακά τα μεριά και τα γόνατα. — Δεν πας να γύρης λίγο, καπετάνιο; Θαρρωστήσης, του είπε ο τιμονιέρης ένα-δυο φορές.

Κάποτε όμως μαλλώνανε και τότε ο Σβεν κατέβαζε τα μούτρα κ' ερχότανε κ' έλεγε της μαμάς πως η Μάρθα είναι κακή. Κ' η μαμά του απαντούσε: — Ναι, μα αφού θα την παντρευτής, πρέπει να τα ξαναφτιάσης μαζί της. — Δε θα την παντρευτώ, έλεγε ο Σβεν. Ωστόσο ξαναφιλιώνανε, τα συμβιβάζανε, φιλιόντανε και παίζανε καλήτερα από πριν.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν