Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Κι' ο σκοπός κ' οι πόθοι αυτοί μ' έφεραν, έλεγε με το νου του αναστενάζοντας, 'ςτό φρύδι του γκρεμού, της κόλασης, να ψευτίσω την τέχνη μου και να χαλαστώ ο ίδιος, να σκάψω ο ίδιος το λάκκο μου με τα χέρια μου. Διαβολομαζώματα ανεμοσκορπίσματα, καλά λέει ο λόγος. Τώρα χτυπάω το κεφάλι μου, μόν' 'ςτά χαμένα.

Τίποτις και καλά να μη μείνη δικό μας, εθνικό μας χτήμα, ως μήτ' αυτό το &Κοτζαπασιλήκι&, που το κάτω κάτω μας γλύτωσε από αξέχαστα βάσανα! Όλα μας από την αρχαιότητα κι από την Ευρώπη φερμένα! Και τώρα ρωμαίικο άλλο δε μένει παρά το &Εγώ&, λεύτερο, απαιδαγώγητο, αχαλίνωτο.

Εκείνη γνώμην είχε ν' αγοράσουν χωράφια καλά και να φυτεύσουν αμπέλια· ο Δημήτρης έλεγε καλλίτερα ν' ανοίξη οινοπωλείον, ή καφενείον, ή άλλο τι έργον να επιχειρήση, ήσυχον όμως, καθιστικόν, . . . διότι είχε βαρυνθή πλέον την αξίνην, . . . είχε γηράσει . . . ήθελεν ολίγην ανάπαυσιν. — Καπελειό ν' ανοίξης; βέβαια! εφώνησεν οξύ η κυρά Δημήτραινα· για να τώχης μπόλικο και χάρισμα!

ΠΑΡΡ. Πολύ καλά• ώστε σκύψε προς την πόλιν, Συλλογισμέ και κάλει τους φιλοσόφους. ΣΥΛΛ. Ακούσετε οι φιλόσοφοι των Αθηνών• πρέπει να έλθετε εις την Ακρόπολιν διά ν' απολογηθήτε περί της διαγωγής σας ενώπιον της Αρετής, της Φιλοσοφίας και της Δικαιοσύνης. ΠΑΡΡ. Βλέπετε πόσον ολίγοι έρχονται, αφού ήκουσαν το κήρυγμα; Φοβούνται την Δικαιοσύνην.

Έτσι μιλεί ο Κολοκοτρώνης ο ίδιος · Λοιπόν αν ένας άθρωπος σαν κι αφτόνα, δεν μπόρεσε να κλίνη τα τριτόκλιτά σας, τι κάθεστε και μου λέτε για καθαρέβουσες και μισές γλώσσες; Και μη θαρρήτε πως φταίνε τάχα τα χρόνια που ζούσε ο Κολοκοτρώνης και πώς τότες, όσο Κολοκοτρώνης κι αν είσουνα, μπορούσες πολύ καλά να κάμης τέτοιο λάθος, γιατί δεν ήξεραν πολλά γράμματα. Τίποτις!

Πέφτει κι αρρωστά· φωνάζει το γιατρό· μέσα του όμως φωνάζει κ' έναν άγιο. Όλη του η ζωή είναι σαν ένα θάμα παντοτεινό. Μοναχός του τίποτα δεν κατορθώνει. Τις κλωστίτσες εκείνες θαρρεί πως κάποιος κάπου τις βαστά και πότε τη μια τραβά, πότε την άλλη· έτσι κι ο Ρωμιός πότε καλά, πότε κακά, πότε χαίρεται, πότε λυπάται. Μόνο την έννοια του έχει ο ουρανός.

Αλλ' ο Στάμος τον εκύτταξε τόσον καλά, ώστε «εγύριζε μέσ' τον νουν του» ότι κάποιος ήτον και δεν απείχε πολύ του να τον αναγνωρίση. — Πέστε μου, βρε αν είνε κι' άλλη ζυγιά, επέμεινεν ο Παλούκας. — Δεν ξέρουμε, επανέλαβεν ο Στάμος. Τέλος ο Παλούκας αφήκε τα παιδία ελευθέρα.

Μας φαινότανε πως ενώ εμείς δε γνωρίζαμε τίποτε, πως ενώ ζούσαμε τη ζωή μας και φανταζόμαστε πως είμαστε ευτυχισμένοι, εδώ έξω στο νησάκι καιγότανε και χανόταν κάτι από κείνον το θησαυρό της ζωής, που είχαμε μαζέψει και τονέ νομίζαμε καλά φυλαγμένον. Η Έλσα είχε το συναίστημα πως σ' αυτήν την πυρκαϊά έχασε κείνη περσότερα από τους δυο γέρους.

Έτσι είπε, και τον άκουσαν κι' όχι κανείς δεν είπε. Και χέρι χέρι ετοίμασαν δείπνο ο καθείς και πήραν 55 να φάνε, δίχως τίποτα π' ορέγουνταν να λείπει. Κι' αφού τους χόρτασε η καρδιά καλά το φαγοπότι, σκορπούν, και στην καλύβα του πάει ο καθείς να γύρει.

Καμμιά φορά μάλιστα δεν επρομηθεύετο κρέας, αναμένων τον κολλήγαν του. — Δεν μπορεί, έλεγε, θ' άκαμε καμμιά ζημιά αυταίς ταις ημέραις. Δεν μπορεί! Αλλά και ο πονηρός ποιμήν, ο Κομποδήμος, είχε σπουδάσει καλά τον κολλήγαν του.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν