Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Ο Σαϊτονικολής εγέλασε, χωρίς να το θέλη, τούτο δε εξήψεν έτι μάλλον την χήραν και του είπε να συμμαζέψη το γυιό του, διότι και αν αυτή δεν είχε άνδρα, ήτο και μόνη ικανή να του τον στείλη καμμιά μέρα με σπασμένη την κεφαλή. Αφού είχαν δώση λόγο να πάρη την κόρη του Θωμά, τι ήθελε με τη θυγατέρα της; Εκτός αν τα χάλασαν, ότε ... το πράγμα ήτο διαφορετικόν.

Χαμογελάς. Κύτταξε το ζήτημα από την επιστημονικήν ή μεταφυσική του όψη και θα δης πως έχω δίκηο. Γιατί τι είναι η Φύση; Η Φύση δεν είναι καμμία μεγάλη μάννα, που μας γέννησε. Είναι δικό μας πλάσμα. Στο μυαλό μας μέσα ζωντανεύει. Τα πράματα υπάρχουνε γιατί τα βλέπομε. Το τι βλέπομε και πώς τα βλέπομε εξαρτάται από τις Τέχνες, που μας έκαναν επίδραση.

Τον Βέρθερο τον είχαν βάλει στο κρεββάτι με το μέτωπο σκεπασμένο· το πρόσωπό του, σαν πεθαμένου, δεν έκανε καμμιά κίνηση. Ο πνεύμονας άσθμαινε ακόμη φοβερά, πότε αδύνατα, πότε με περισσότερη δύναμη. Από το κρασί είχε πιη μόνο ένα ποτήρι. Η Αιμιλία Γαλότη ήταν ανοικτή μπρος στο γραφείο του. Για την ταραχή του Αλβέρτου, για το κλάμμα της Καρολίνας δεν μπορώ να πω τίποτε.

Καμμιά φορά σε κανέν' αρχαιολογικό μυθιστόρημα η χρήσις παράξενων κι απηρχαιωμένων όρων φαίνεται να κρύβη την πραγματικότητα κάτω από τη μάθηση και μπορώ να πω ότι πολλοί απ' όσους διάβασαν το Notre Dame de Paris βρέθηκαν σε απορία ως προς τη σημασία εκφράσεων όπως la casaque a mahoitres, les voulgiers, le gallinard taché d' encre, les craaquiniers και τα παρόμοια· όμως πόσα διαφορετικά είναι στη σκηνή!

Πουλί δικό μου, Να σ' αποχτήσω, Και να σου στήσω Χρυσή φωλιά· Σ' αυτή να ζήσης, Ν' αλησμονήσης Την ξενητιά. Μη σε πειράζει Κλεισμένο να σαι· Και μη φοβάσαι Να σκλαβοθής. Έλα σ' εμένα· Τι είσαι σε ξένα, Και μη χαθής. Σου τάζω μ' όρκο Τη λευτεριά σου Χωρίς καμμιά σου Αμφιβολιά. Όταν θελήσης, Κλουβί ν' αφίσης, Και τη φωλιά. Έλα, μου λέγει, Μικρό πουλάκι, Μες το κλουβάκι Για να σταθής.

Καθώς εμπήκα, μου επαρουσιάσθη εξαίφνης η μορφή σας, Καρολίνα! τόσον ιερά τόσον θερμή! Καλέ Θεέ! η πρώτη ευτυχής στιγμή πάλιν. Αν με εβλέπετε, καλή μου, μέσα στο πλήθος των διασκεδάσεων! Πώς αποξηραίνονται αι αισθήσεις μου· καμμιά στιγμή με ματωμένη την καρδιά, καμμιά μακαρίαν ώρα! τίποτε!

«Ο Θεός, ως παντοδύναμος, ό,τι θέλει κάμνει, και δεν είνε καμμία δύναμις να τον εμποδίση. Ο άνθρωπος, ως ελεύθερος, ό,τι δεν θέλει, δεν κάμνει, και δεν είνε καμμία δύναμις να τον εμποδίση».

Το πλιο καθάριο το ψωμί, το άσπρο παξιμάδι, Η πίτα με το βούτυρο, η πίτα με το λάδι. 100 Το χλωροτύρι, ο παστρουμάς, το μέλι και το γάλα Δε με λαθεύουν, Μπάκακα και ακόμα κι' όσα άλλα Στα μαγειριά του ο άθρωπος σοφίζεται και βρίσκει, Απ' όλα εδοκίμασα. κανένα δε μου μνήσκει. Και μη θαρρείς, πως μοναχά η φύση μέχει δώση 105 Τόσα αγαθά να χαίρομαι χωρίς καμμιά άλλη γνώσι.

Ύστερ' από καμμιά δεκαριά μέρες απαντηθήκαμε σ' ένα στενό κατηφορικό δρόμο του χωριού. Εγώ ανέβαινα κι αυτή κατέβαινε. Βαστούσε στ' αριστερό χέρι της κατιφένιο σακκουλάκι, πλουμισμένο με μετάξι απ' όξω και γιομάτο από βιβλιαράκια. Ήτον πρωί ακόμα. Δεν είχε πάει δυο βουκέντρες ο ήλιος. Χαιρετιστήκαμε.

Ποτέ δεν τον ήκουσα ν' αναστενάξη, ούτε τον είδα να δακρύση, ούτε ήρθε να μου κτυπήση ποτέ την πόρτα εις ώραν περασμένην της νύκτας, αλλά μόνον που εκοιμάτο καμμιά φορά μαζή μου και αυτό σπανίως. Αλλ' όταν μια φορά ήλθε και δεν τον εδέχθηκαδιότι ήτο μέσα ο Καλλίδης ο ζωγράφος που μούχε στείλη δέκα δραχμές — μ' έβρισε κι' έφυγε.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν