Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Αρχίσαμε να μιλούμε. Και δοκιμάσαμε να παραστήσουμε στο νου μας τη σκηνή που προηγήθηκε από την ερήμωση αυτή. Ο χωρικός, που είχε ιδιοχτησία του τον τόπο, ήρθε στα παιδιά, που κληρονομήσανε το σπίτι. Τους είπε μια και καλή πως τέλειωσε η προθεσμία. Περάσανε τα πενήντα χρόνια κ' έπρεπε να γκρεμιστούν τα σπίτια. Ήθελε πάλι τον τόπο του.
Ιδού, σας ευχαριστώ διά την καλήν σας συμβουλήν. — Ε! το αμάξι μου! — Νύκτα σας καλή, Κυρίαις χαριτωμέναις· Κυρίαις, καλή νύκτα· καλή σας νύκτα, καλή σας νύκτα. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Κατόπι της, παρακαλώ, και φύλαξέ την προσεκτικά.
Ένα βράδυ που το επαράκαμνε και ήθελε να την καθίση με το ζόρι επάνω στα γόνατά του, του ξέφυγεν από τα χέρια κ' έτρεξε να κλειδωθή στην άλλη κάμαρα. Έφυγε κ' εκείνος αγριωμένος χωρίς να μας πη καλή νύκτα. Ξαναήλθεν όμως την επομένη μέρα και τες άλλες και το φέρσιμό του ήτανε πλέον ανθρωπινό. Αυτό το εξήγησα εγώ πως την αγαπά, και πως είχε μετανοήση για το βάρβαρό του τρόπο.
Κέρνα κι' ας στρέψη γύρω μας, ας στρέψη όλ' η γη, Κέρνα κι' ας στρέψ' ολόγυρα, ολόγυρα η γη. ΚΑΙΣΑΡ. Ε! Δεν αρκεί πλέον; Καλή νύκτα, Πομπήιε — Ας αποσυρθώμεν — Ας αποσυρθώμεν, αδελφέ μου. Ευθυμία τοιαύτη είναι ανάρμοστος προς την σοβαρότητα των ημετέρων πραγμάτων· ας αποχωρισθώμεν λοιπόν, κύριοι· βλέπετε ότι όλοι είμεθα εξημμένοι.
Καλήτερα να μην ταπαντούσες μπροστά σου, καλή Σουλτάνα, το ξαθό παληκάρι· να μην τόβλεπες ποτέ καλήτερα... — Αχ! Μέμο ! Μεεέμο ! Μέμο ! Μέμο ! . . Μια βραδιά που ταστέρια ετρεμοφέγγαν ψηλά στα ουράνια, κ' η νύχτα πλάκωνε της γης τα στήθια βαριά, — μυστική θύρα άνοιξε, — ελαφρή τρυγόνα επήδησε, — στη θερμήν αγκάλη του μάγισα έπεσε· — εμυροκόπησε η νυχτερινή δροσούλα όξω τα φιλιά τους. . .
Η βασιλίς των πόλεων, η πόλις της Θεοτόκου, η λατρευτή Κωνσταντινούπολις, έμελλε να πέση εις τας χείρας των αλλοπίστων. Προσκυνήσατε πάντες οι Έλληνες την ανάμνησιν ταύτην, ενόσω αύτη δεν εξηλείφθη ακόμη. Διότι είνε ανάμνησις μόνον και ουχί πλέον ελπίς. Δεν ενθυμούμαι τίνος λαού παροιμία λέγει: «Η ελπίς ήτο καλή, αλλ' ο όνος την έφαγεν». Αγνοώ ποίος όνος έφαγε την ελπίδα των Ελλήνων.
ΙΑΤΡΟΣ Να είσαι εις το πλάγι του την ώραν που 'ξυπνήση, Θα είναι ήσυχος. ΚΟΡΔ. Καλά. ΙΑΤΡΟΣ Έλα εδώ, — κοντά του. Τώρα ας παίξη η μουσική. ΚΟΡΔ. Πατέρ' αγαπητέ μου, το ιατρικόν του πάθους σου 'ς τα χείλη μου ας ήτον, και βάλσαμον ας έσταζεν από το φίλημά μου 'ς τα βάσανα, πού σ' έφεραν αι δύο αδελφαί μου! ΚΕΝΤ Κόρη καλή κι' αγαπητή!
Γιατ' όταν ήρθε η ώρα να ξεκινήσουμε πάλι, κι ο αγωγιάτης με τους δυο πεζοδρόμους έμειναν να ράψουν την ίγγλα του μουλαριού και να ξαναφτιάσουν την καβάλα της, ο νιόγαμπρος φρόντισε να κατασυχάση και να συνοδέψη την ξαφνισμένη καλή του, κ' η δόλια η κόρη, εκτός που θα 'μνησκε μόνη της πίσω, μα στενοχωριότουν κιόλας να ξανανέβη στο ζώο που την έρριξε.
Χειρότερον φαρμάκι τούτο είναι, εις τον βρωμόκοσμον αυτόν πλειότερον σκοτόνει, από αυτό, που να πωλής ο Νόμος σ' εμποδίζει. Εγώ φαρμάκι σου πωλώ, κι’ όχι εσύ εμένα! Ώρα καλή. Αγόρασε ψωμί να κάμης σάρκα. — Έλα εσύ, ω ιατρικόν, όχι φαρμάκι· έλα· εκεί, στης Ιουλιέτας μου τον τάφον θα σε πάρω! Το κελλίον του πάτερ Λαυρεντίου. ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ, εισερχόμενος. Ω άγιε καλόγηρε, ω αδελφέ, πού είσαι;
Καλό ξημέρωμά σας, περαστικά σας, η ευχή σας. — Καλή νύχτα, παιδί μου Θανάση. Να μη μας ξεχνάς. Τον έφερε ως τη θύρα. Ο καιρός είχε χαλάσει. Άρχισε να ψιχαλίζη. Μια σιγανή ανοιξιάτικη βροχή. Από το περιβόλι μια μυρωδιά από λουλούδια και βρεμμένο χώμα χύθηκε στο σπίτι, μια μυρωδιά που άνοιγε την καρδιά. Ο Κυρ-Θανάσης άνοιξε την ομβρέλλα του. — Φουσκοδεντριές, παπά μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν