Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025


Αλλ' είπον εγώ· Λέγουν ότι ουδέ ο Ηρακλής είναι ικανός να τα βάλη με δύο. Αλλά, είπε, κάλεσε εις βοήθειάν σου και εμέ, τον Ιόλαον, εν όσω ακόμη είναι ημέρα. Σε προσκαλώ λοιπόν, είπον, όχι όπως ο Ηρακλής τον Ιόλαον, αλλ' όπως ο Ιόλαος τον Ηρακλή. Δεν θα έχη καμμίαν διαφοράν, είπεν ο Σωκράτης. Αλλά κατά πρώτον ας προσέξωμεν μήπως πάθωμεν κανέν πάθημα. Ποίον πάθημα; Είπον εγώ.

Το φαρμάκι τον βασανίζει, ω αγωνία! — και περιμένει το θάνατο. Κάλεσε κρυφά τον Καερδέν να του πη τον καϋμό του, γιατί κι' οι δύο αγαπιώντανε με μια άδολη αγάπη, θέλησε να μη μείνη κανείς μέσ' το δωμάτιο, εκτός από τον Καερδέν, και μάλιστα ούτε στα γειτονικά δωμάτια να μη μείνη κανείς. Η Ιζόλδη, η γυναίκα του, θαύμαζε μέσα της γι' αυτό το αλλόκοτο θέλημα.

Τότ' ο Οδυσσέας κύτταζετο δώμα του αν κανένας 'κρύβετο ακόμη ζωντανός από την μαύρη μοίρα· και όλους τους είδε κατά γης αιματοκυλισμένους, πλήθος μεγάλ', ωσάν ψαριών σωρός, οπ' οι ψαράδες από την λευκή θάλασσατην κολπωμένην άκρη 385 σύραν με δίκτυ ολότρυπο· και αυτά σωρός χυμένατην άμμον όλα επιποθούν το κύμα του πελάγου, και την πνοήν ο ήλιος τους παίρνει ο φωτοβόλος. όμοια σωρός εκείτονταντα χώματα οι μνηστήρες. του τέκνου του ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας 390 «Κάλεσε την Ευρύκλειαν, υιέ μου, την βυζάστρα, όπως εκείνης είπω εγώ κείν' οπ' ο νους μου θέλει».

Αυτά 'λεγεν ανάμεσαταις δούλαις, καθημένη 505τον θάλαμόν της• κ' έτρωγεν ο θείος Οδυσσέας. και αυτή σιμά της κάλεσε τον θείο χοιροτρόφο• «Εύμαιε», τον είπεν, «αγαθέ, προσκάλεσε τον ξένον, εδώ να τον καλοδεχθώ και να τον ερωτήσω, αν κάπουθ' έμαθ' είδησι του αδάμαστου Οδυσσέα, 510 ή και αν τον είδε• ότ' εις πολλά μέρη θα βγήκε ο ξένος».

Μα ποιος σε κάλεσε νάρθης και να ριζοβολήσης σ' αυτή μας τη χώρα, και με τέτοια δώρα να μας φιλεύης, αυτό το μελετούν, το μαθαίνουν, και κατόπι το παραδίδουνε στους νέους μονάχα μερικοί που σπουδάζουν την Ιστορία.

Την τρίτη μέρα ο Καερδέν κάλεσε τον Τριστάνο: «Φίλε, συμβουλεύτηκα την καρδιά μου: Ναι, αν μούπατε την αλήθεια, η ζωή που κάνετε σ' αυτό τον τόπο είναι παραφροσύνη και τρέλλα, και τίποτε καλό δε μπορεί να βγη ούτε για σας ούτε για την αδερφή μου την Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια. Λοιπόν ακούστε τι θα σας πω. Θα περάσουμε τη θάλασσα και θα πάμε μαζύ στο Τινταγκέλ.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ποίος; εκείνος όστις ήτο πάντοτε πλησίον σου. Κάλεσε τον Αινόβαρβον· δεν θα σε ακούση, ή θα σου φωνάξη από το στρατόπεδον του Καίσαρος: «Δεν είμαι πλέον ιδικός σου». ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τι λέγεις; ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Είναι με τον Καίσαρα, στρατηγέ! ΕΡΩΣ. Αλλά δεν επήρε μαζύ του ούτε τα κιβώτια ούτε τους θησαυρούς του, στρατηγέ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Έφυγε; ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Βεβαιότατα.

Τώρα κάλεσε τον Σύρον λογογράφον, μολονότι αι αγωγαί, αι οποίαι έχουν δοθή εναντίον του, είνε ολίγου καιρού και δεν ήτο καμμία ανάγκη να δικασθούν τώρα• αλλ' αφού απεφασίσθη, εισάγαγε πρώτον την δίκην της Ρητορικής. Μπα! πόσοι ήλθαν διά ν' ακούσουν την συζήτησιν.

Όταν θα έφευγε εκείνος, η ντόνα Νοέμι, που μπορεί να την είχε προσβάλει ο τρόπος που της έκανε την πρόταση, θα υποχωρούσε. Εξ άλλου δυο γυναίκες μόνες δεν μπορούν να ζήσουν. Έπρεπε να φύγει. Πώς δεν το είχε καταλάβει μέχρι τώρα; Του φαινόταν να τον καλεί κάποια φωνή, και πράγματι μια φωνή τον κάλεσε, πέρα από τον τοίχο, μέσα από τη σιωπή του δρόμου.

Όταν είδεν ότι την υπώπτευσες ως συνεννοουμένην μετά του Καίσαροςπράγμα, όπερ ουδέποτε θα πράξηκαι ότι δεν ήτο δυνατόν να κατευνασθή η οργή σου, σου εμήνυσεν ότι απέθανεν, αλλά φοβουμένη τα αποτελέσματα της αγγελίας, μ' έστειλε να σου φανερώσω την αλήθειαν, πλην φοβούμαι ότι έφθασα πολύ αργά. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πολύ αργά, φίλτατε Διομήδη· κάλεσε τους φύλακάς μου.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν