Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Ο Βαγγέλης ήρχισε να μονολογή έξωθεν της θύρας: — Ξένοι στα ξένα, κυρά μ'! ξενάκια όλοι είμαστε. «Πού να καθίσω, να ξενυχτίσω;»... Αχ! είνε κακός ο κόσμος, κυρά μ'! δεν μπορεί να πη κανείς τον πόνον του! ...Σεβντάς, άχτι, καϋμός, μαράζι, ντέρτι, μεράκι, βάσανο, κυρά μ'! ...«Σ' αφίνω την καλή νυχτιά, πέσε γλυκά κοιμήσου! και στ' όνειρό σου!...» Ούτε φωνή, ούτε ακρόασις.
— Μ' έστειλε ο Γιάννης, απήντησεν έξωθεν της κλειστής θύρας η Χαδούλα, χωρίς να είπη τ' όνομά της, για να κάμω γιατρικά της λεχώνας. — Τέτοιαν ώρα; — Δεν 'μπόρεσα 'νωρίτερα να 'ρθώ. — Πού τον ηύρες; — Κάτω στο Λεχούνι, στο ρέμμα. Η γραία απέσυρε τον μοχλόν και ήνοιξε την θύραν. — Αυτοί δεν ξέρουν τίποτε, εσκέφθη καθ' εαυτήν η Φραγκογιαννού· 'ς αυτές «περνάει η μπογιά μου» ακόμα.
Η Βεάτη ήτο ηναγκασμένη να βαδίση ψηλαφίνδα, να καταβή την σεσαθραιμένην κλίμακα, να διέλθη τους σκοτεινούς εκείνους διαδρόμους δι' ων από μακρού χρόνου δεν είχε διαβή. Εν τη αμηχανία της εσκέφθη να κρυβή εις την κόγχην την όπισθεν της θύρας του προθαλάμου, και να περιμείνη μέχρις ου εξέλθη η Σιξτίνα, αφού, ως επίστευεν, έμελλε να εξέλθη αύτη.
Δύο πέτρινα είδωλα όμοια με τους θησαυρούς των Ατρειδών όρθια απέναντι της θύρας, ωμοίαζον προς την Κυβέλην παρά το πλευρόν των λεόντων της. Και εκ του ύψους του κιγκλιδώματος όπου εκάθητο ο Αντίπας, κρατών το σκήπτρον του εις την χείρα εφώναξε: — Ζήτω ο Καίσαρ! Η ανευφημία αύτη επανελήφθη από τον Βιτέλλιον, τον Αντίπαν και τους ιερείς.
Κόμητες, δέσποιναι, ιππόται και ιεράρχαι συνωθούντο εν τη αιθούση του εν Ακυισγράνω ανακτόρου. Οι ραψωδοί έψαλλον τους άθλους του τροπαιούχου νυμφίου, οι μίμοι και αι ορχηστρίδες εκίνουν εις γέλωτα δι' αλλοκότων μορφασμών, οι κύβοι κατεκυλίοντο και ο οίνος εκυκλοφόρει εντός αργυροχείλων ποτηρίων. Αλλ' άμα το μαύρον μου ράσον εφάνη παρά την φλιάν της θύρας, άμα το όνομά μου, «Λιόββα η ηγουμένη!
Ο καθολικός νόμος της φιλοξενίας υποχρεοί τον ανατολίτην να ζη με ανοικτάς θύρας, και πας τις δύναται εν πάση ώρα να εισέλθη εις τα δώματά του. Αλλ' εις την περίστασιν ταύτην υπήρξε πλάσμα τι το οποίον συνεκέντρωσε θάρρος να εισχωρήση εις την οικίαν ταύτην, απρόσκλητον άμα και όχι ευπρόσδεκτον.
Να με θυμηθήτε! . . . Από της ανοιχτής θύρας εισήρχετο η μεσονύκτιος κρύα δρόσος, πληρούσα τον σκοτεινόν και κατηφή του κυρ-Μανωλάκη οίκον χαρμοσύνου βοής, ήτις ηχηρά και κραταιά εν κρότοις πιστολισμών και κροταλισμοίς καψυλίων εκόμιζε πανταχού, εις πόλεις και δάση και κοιλάδας και πελάγη, εις γην και ουρανόν, το πανευφρόσυνον Χριστός Ανέστη , ψαλλόμενον πανηγυρικώς εν τη μικρά του ναού πλατεία.
Αφού διέβην την υγράν και ανήλιον εκείνην αυλήν, ευρέθην αντικρύ ετέρας θύρας επί της οποίας ανεγινώσκετο η επιγραφή «Αίθουσα αγρυπνίας». Υπερβάς και ταύτην, εισήλθον εντός απεράντου αιθούσης, ήτις είχεν ως μόνα σκεύη γιγαντιαίον φανάριον, κρεμάμενον από της οροφής διά σιδηράς αλύσεως, και άνθρωπόν τινα ή μάλλον μονόφθαλμον και χωλαίνον ερείπιον ανθρώπου, βραδέως διαβηματίζον από της μιας εις την άλλην άκραν της αιθούσης.
Καταλείπων δε την λεωφόρον, μεταβαίνει διά στενωπών εις την οικίαν του, εισέρχεται εις αυτήν απαρατήρητος διά μικράς τινος υπηρετικής θύρας, αναβαίνει απνευστί διά στενής πλαγίας αναβάθρας εις το δωμάτιον της υπηρετρίας του, και χωρεί ακροποδητί προς επίμηκες πράσινον κιβώτιον, όπερ κατέχει μίαν αυτού γωνίαν. Εκεί ίσταται και ακροάται. Δεν ακούει τίποτε.
Είναι αληθές τούτο; Μου είπαν μάλιστα ότι είσθε μωροί . . .Ειπέτε μου τι κηρύττετε; Είνε αμαρτία να αγαπά κανείς ή να δοκιμάζη την χαράν ή να θέλη την ευτυχίαν; Είσθε εχθροί της ζωής; Πρέπει να παραιτηθώ της Λιγείας; Ποία είναι η αλήθειά σας; Αι πράξεις σας και οι λόγοι σας είναι καθαροί ως διαυγές ύδωρ, αλλά τι είναι εις το βάθος του ύδατος τούτου; Μου είπαν ακόμη ότι η Ελλάς εγέννησε την σοφίαν και το κάλλος, η Ρώμη παρήγαγε την ισχύν, αλλ' αυτοί τι κύπτουν; τότε, ειπέτε μοι, τι κηρύττετε; Εάν όπισθεν της θύρας σας ευρίσκεται το φως, ανοίξατέ μου!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν