Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Ο Στάμος εφώναξεν «εμπρόςκαι δοκιμάσας το μάνδαλον της θύρας τον αυλογύρου, είδεν ότι η θύρα ήτο ανοικτή. Εισώρμησε πρώτος και τα άλλα παιδία τον ηκολούθησαν. Η φωνή του Παλούκα συνωδεύθη, εκτός του δούπου της πτώσεώς του, και από άλλον κρότον, κρότον μεταλλικόν. Λεπτά του είχαν πέσει από την τσέπην. Ο Παλούκας δεν εγύρισεν οπίσω να τα μαζέψη.

Κατ' εκείνην την στιγμήν ο κώδων της Μεταμορφώσεως εσήμανε τας δώδεκα, και ο καθηγητής ενθυμήθη πρώτον μεν ότι τον επερίμενε το πρόγευμα εις την οικίαν του, δεύτερον δε ότι ο Λιάκος έτρωγε συνήθως εις ξενοδοχείον όπισθεν της πλατείας κείμενον. Επορεύθη λοιπόν προς το ξενοδοχείον και πράγματι συνηντήθη προ της θύρας του ξενοδοχείου με τον πρωτοδίκην. — Ω αδελφέ, ανεφώνησεν, ω αδελφέ!

Άμα εστράφην είδα όπισθεν μου, εις το κατώφλιον θύρας ανοικτής, νέον Τήνιον με την χείρα επί της ζώνης, τον ώμον επί της θύρας και την κεφαλήν εστραμμένην προς το παράθυρον. Τα ερωτικά βλέμματά του ήσαν δι' εμέ αποκάλυψις. Αι από των οφθαλμών της νέας ακτίνες διήρχοντο άνωθεν της κεφαλής μου, αλλά δεν ήσαν δι' εμέ, ούτε είχα επί του μειδιάματος το ελάχιστον δικαίωμα.

Σου φέρνουν ένα πρόσφορο και σου φαρμακώνουν μια κόττα ολάκερη· σου φέρνουν ολίγο νάμα, και σου αδειάζουν μια δαμιτζάνα σωστή... Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη η φωνή του ηγουμένου από της θύρας του κελλίου. — Α! ξυπνητός είσαι, κύριε πάρεδρε, έλεγεν ο παπά-Αζαρίας· κ' εγώ ενόμισα, ότι ο Γαβριήλ ωμιλούσε πάλι μοναχός του, καθώς το συνηθίζει. Καλά που έπιασε κουβέντα με άνθρωπον.

Αι κόραι άσπρισαν ήδη και το κατώφλιον της θύρας, έρριψαν διά την από των υποδημάτων λάσπην χονδρόν σκουτί, από εκείνα εντός των οποίων θλίβουσι τας ελαίας εις τα ελαιοπιεστήρια, και εισήλθον να διασκευάσωσιν εορταστικώς και τας αιθούσας.

Καθώς του ήλθεν η ιδέα να φύγη κ' έτρεξε ν' ανοίξη την κλαβανήν, επειδή ενόησε πλέον ότι οι χωροφύλακες ανέβαινον εις το πάτωμα, μη έχων καιρόν να επανέλθη προς το μέρος της θύρας, διά να κύψη και αναλάβη την μάχαιραν, έτοιμος να πηδήση κάτω, εφώναξε προς την αδελφήν του·Το «χαμπέρ», μωρή! . . . Κύτταξε να κρύψης κείνο το «χαμπέρι»!

Όταν δε ο δυστυχής ούτος ήλθε και ετραγούδησεν εις τας θύρας της Ακαδημίας, όπως συνείθιζε να τραγουδή εις τα πρόθυρα όλων, τον ήρπασε και αφού τον απέσπασε διά της βίας από τας χείρας της Μέθης και τον παρέλαβε πλησίον της τον ηνάγκασε να πίνη μόνον νερόν, τον εδίδαξε την εγκράτειαν, απέσπασε τους στεφάνους από την κεφαλήν του και αντί να κατακλίνεται και να πίνη, του εδίδαξε λόγους σκοτεινούς και ανιαρούς, οι οποίοι κουράζουν το πνεύμα του με σκέψεις.

Εγώ, είπε, φίλε μου, ανήκω εις το προοδευτικόν τούτο κόμμα. — Είτα, εξαγαγών του θυλακίου του εν κλειδίον, ήνοιξε το όπισθεν της θύρας, εντός του τοίχου εκτισμένον ερμάριον, και εξακολουθών να ομιλή: — Η ταπεινή μου γνώμη είναι, είπεν, ότι οι συντηρητικοί είναι στάσιμοι, η δε στασιμότης δεν είναι πρόοδος.

Εκεί έχει σωρεύσει προ της θύρας του όλας αυτού τας κοφίνους ο οπωροπώλης, και ο παντοπώλης όλα του τα σαρδελλοβάρελα. Εκεί έχει παρατάξει ο καφεπώλης τα σιδηρά του τραπεζάκια και τας χωλάς του καθέδρας. Εκεί πολλάκις το θέρος αναπτύσσονται εν υπαίθρω ολόκληρα εστιατόρια.

Μίαν ημέραν δε ιδών την Ζερβουδοπούλαν επιστρέφουσαν από την πανήγυριν της Αγίας Μονής, εσκέφθη να την σηκώση ομού με τον όνον επί του οποίου εκάθητο και να την μεταφέρη ούτω μέχρι της θύρας της. Έδραμε δε παρευθύς και επεχείρησε να εκτελέση την ιδέαν του, η Μαργή όμως προλαβούσα επήδησεν εκ του όνου έντρομος.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν