Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Κρατών την συστατικήν εις χείρας, επερίμενα ενώπιον της θύρας, όπισθεν του αγωγιάτου, σκεπτόμενος ότι ήτο μεγάλη η αδιακρισία του να διαταράξωμεν εις τοιαύτην ώραν την ησυχίαν ανθρώπων αγνώστων, οι οποίοι ούτε καν μας επερίμενον.
Και εξαγαγούσα εκ του θυλακίου της το κηρίον, όπερ είχε φέρει επίτηδες μεθ' εαυτής, απετύπωσε δι' αυτού το σχήμα του κλειδίου. — Καλήν νύκτα, κόρη μου, είπεν αποσυρομένη. — Καλήν νύκτα, απήντησεν η νέα μη δυναμένη ν' αποσυρθή εκ της θύρας, ης όπισθεν ίστατο. Αλλά μακρυνθείσα δύο ή τρία βήματα η Βεάτη, επέστρεψεν αιφνιδίως πάλιν. — Ελησμόνησα να σ' ερωτήσω πώς ονομάζεσαι, είπε.
Την στιγμήν εκείνην τόσον παράωρα, ενώ είχε κλειστά τα όμματα, εκρούσθη παραδόξως έξωθεν η θύρα. Η γραία εξαφνίσθη. Δεν ήθελε να φωνάξη «ποιος είναι», διά να μην εξυπνήση την λεχώ, αλλ' απετίναξε την νάρκην της, διακοπείσαν ήδη αποτόμως διά του κρότου της θύρας τον οποίον είχε ακούσει, εσηκώθη σιγά, εξήλθε του θαλάμου. Πριν φθάση εις την έξω θύραν, ήκουσε διακριτικήν, ψίθυρον φωνήν· — Μάνα!
Είχα καταβή από την άμαξαν, και μία υπηρέτρια, η οποία ήλθεν εις την θύραν, μας παρεκάλεσε να περιμείνωμεν μίαν στιγμήν και θα έλθη αμέσως η δεσποινίς Καρολίνα. Επροχώρησα διά της αυλής προς την καλοκτισμένην οικίαν, και ότε ανέβην την εμπροσθινήν κλίμακα, και επάτησα το κατώφλιον της θύρας, μου έτυχε το θελκτικώτατον θέαμα από όσα ποτέ είδα.
Ο Γύφτος εστάθη έμπροσθεν της θύρας. — Πίσω, της είπε. Μη τα κάμνης αυτά τα χωρατά. — Χωρατά; είπε μετά πικρίας η νεάνις. Και ήρχισε να κλαίη. Τότε ο Πρωτόγυφτος συνεκινήθη, και ικέτευεν αυτήν μειλιχίω τω τρόπω· — Μείνε, κορίτσι μου. Εγώ ορκίζομαι ότι δεν θα πάθης κανένα κακό. Δεν σ' έφερα διά κακό εδώ. Πού θα πας νύχτα μονάχη σου; Απόψε θα μείνωμε οι δυο μας εδώ.
Ποτέ έως τότε δεν τον είχεν ίδη η μητέρα του τόσον θαρρετόν, αλλά και τόσον λυπημένον. Εκάθησε πλησίον της και της αφηγήθη τας στενοχωρίας και τας θλίψεις του, και πως ο Θωμάς είχε θρονιασθή προ της θύρας και του ήτο αδύνατον πλέον και να βλέπη απλώς την Πηγήν.
— Νά και μία παραπάνω, να γείνουν χίλιοι οχτακόσιοι ένας! φωνεί εγειρόμενος έξαλλος ο προ μικρού εισελθών. Κατεργάρη! Το παιδίον συναισθάνεται, φαίνεται, ότι δεν έχει το δικαίωμα να κλαύση, και φεύγει δρομαίον μεν αλλ' απαθές και ατάραχον. Ήτο το τελευταίον. Ουδείς πλέον ανήλικος ταχυδρόμος επάτησε την φλιάν της θύρας του Χαλέμ την εσπέραν εκείνην.
Και γίνονται γελοίοι αγωνιζόμενοι δι' αυτά και διαγκωνιζόμενοι εις τας θύρας των πλουσίων, παρακαθήμενοι εις γεύματα πολυάνθρωπα, επαινούντες και κολακεύοντες υπερβολικώς κατά την διάρκειαν αυτών, υπερπληρούντες τας γαστέρας των και μεμψιμοιρούντες και κατά την ώραν του πότου εγείροντες φιλοσοφικάς συζητήσεις ατερπείς και ατόπους και υποκύπτοντες εις την μέθην.
Προσέξατε, επρόσθεσεν η εξαδέλφη της, μήπως ερωτευθήτε! — Διατί τούτο; είπα. — Την έδωσαν ήδη, απεκρίθη εκείνη, εις ένα πολύ καλόν άνδρα, ο οποίος εταξίδευσε προς τακτοποίησιν των υποθέσεών του, επειδή απέθανεν ο πατήρ του, και διά να ζητήση επιφανή θέσιν. Η είδησις μου ήτο όλως αδιάφορος. Ο ήλιος απείχεν ακόμη από το όρος ένα τέταρτον, ότε η αμαξά μας εστάθη προ της θύρας της αυλής.
Τα παράθυρα των εκατέρωθεν οικίσκων ήσαν κλειστά, πού και πού όμως το άνω φύλλον της θύρας ήτο ανοικτόν, ο δε οικοδεσπότης, ή και η σύζυγός του, στηρίζοντες τους βραχίονας επί του κλειστού κάτω φύλλου εφαίνοντο περιμένοντες την διάβασιν του ιερέως. Ο Γεροθανάσης διαβαίνων διέδωκε την είδησιν ότι ο λεπρός αποθνήσκει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν