Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Τώρα όσο στέκανε οι θεοί απ' τους αθρώπους χώρια, τόχαν μεγάλη οι Δαναοί χαρά που ο Αχιλέας βγήκε στον κάμπο, και καιρό σπαθί δεν είχε αγγίξει· όμως τρέμουλα σύγκορμη τους Τρώες παραλούσε κι' απελπισιά, που το γοργό θωρούσαν Αχιλέα 45 καθώς μες στ' άρματα άστραφτε σα θνητοφάγος Άρης.

Πρώτη φορά θωρούσαν τον κόσμο κ' ήθελαν όλα να τα πούνε, να τα πουν όλα με μιας. Οι μεγαλοπολίτες όμως λαλούσαν τη γλώσσα που λαλούνε στους κάμπους και στα βουνά. Έτσι, λέω, να το πιάσουμε και μεις γιατί κ' η ψυχή της Ρωμιοσύνης πώς θα κάμη, πώς θα φανή, αν της σηκώσουμε τη φυσική λαλιά της; Φτάνει να μας αφήσουν ήσυχους οι δασκάλοι και να μη χαλνούν τη γλώσσα του κάμπου και του βουνού.

Εσένα συλλογιούμαι σ' όλο μου το ταξίδι. Στη Σύρα, που περπατούσα με το φεγγάρι, εσένα είχα στο νου μου, και θαρρούσα πως δεν έβλεπα ζωή πουθενά και πως σέρνουμουν και γω σ' έναν κόσμο πεθαμμένο. Άξαφνα κατέβαινα στο γιαλό, μήτε τον κατήφορο φοβούμουνα μήτε το σκοτάδι μήτε τους βράχους. Με θωρούσαν και κρυφολαλούσαν. Ποιος είναι τούτος ο τρελλός; -Όχι! δεν είμαι τρελλός.

Έπειτα απ' όξω χάραξαν χαντάκι ομπρός στο κάστρο 440 βαθύ μεγάλο διάπλατο· και τούμπηξαν παλούκια. Αφτά λοιπόν μαστόρεβαν οι άκουροι οι Αργίτες. Και κάθουνταν τότε οι θεοί στον αστραποτινάχτη Δία κοντά, και τη δουλιά θωρούσαν τη μεγάλη των χαλκαρμάτωνε Αχαιών.

Ετσι είπε, και της σφούγγιζε το θεϊκό νιχώρα με τα διο χέρια· κι' έγιανε το χέρι, κι' οι βαριοί της πόνοι μαλάκωσαν. Κι' αφτές, η Αθηνά κι' η Ήρα, θωρούσαν, κι' έτσι αγγιχτικά πειράζανε το Δία. Και πρώτη πήρε του Διός ναν του μιλήσει η κόρη 420 «Πατέρα Δία, κάτι τι θα πω, και μη θυμώσεις.

Κι' όλοι οι θεοί θωρούσαν κι' άρχισε τότες πρώτα ο γιος ναν τους μιλάει του Κρόνου «Ω κρίμα, αγαπητό θνητό θωράω και λατρεμένο π' ομπρός στο κάστρο κυνηγούν, και μου θρηνεί η ψυχή μου τον Έχτορα, που στις κορφές της δασωμένης Ίδας 170 μπούτια 'να πλήθος μούκαιγε βοδιώνε, κι' άλλα πάλι μέσα στης Τριάς τ' ακρόκαστρο· μα τώρα ο Αχιλέας τον έχει δες! κυνήγι ομπρός στη χώρα του Πριάμου.

Από το βλογημένο βυζί της Ψαριανής μάννας του τη βύζαξε, μέσα στην καρδιά του την έκρυβε, και σαν ήρθαν οι εικοσιεφτά ενός Μάη, την άναψε, και την κόλλησε σε Τούρκικο δίκροτο. Είτανε νύχτα, κ' έφεγγε σα λαμπάδα το δίκροτο. Ως κι από δω το θωρούσαν οι πατριώτες από τις τρύπες των μανταλωμένων σπιτιών τους. Έτρεμαν, και τρέμουν ακόμα όσοι το θυμούνται και το δηγούνται.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν