United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


73, του εψιθύρισεν ο τότε καταλυματίας, και ο μαθητής επανέλαβε την συμβουλήν, διό και απερρίφθη· ως δε συνέβαινε τότε, μετετέθη εις την ναυτικήν σχολήν και σήμερον είνε μέγας και τρανός βαθμοφόρος του ναυτικού. Μετά της αγαθής δε μνήμης ο στρατηγός καταλείπει πολύτιμα διδάγματα.

Δεν τον είδες; είνε πολύ καλός άνθρωπος, είπεν ο στρατιώτης. — Και κατοικεί εδώ επάνω μόνος του; επανέλαβε μετά δισταγμού ο Μάχτος. — Πώς μόνος του; έχει την οικογένειάν του. — Α, έχει γυναίκα και παιδιά; είπεν ο Μάχτος ανακουφισθείς. — Βέβαια. — Και κατοικούν επάνω εδώ; — Εννοείται. Ο Μάχτος εξέπεμψε στεναγμόν και παρηγορήθη. — Ώστε τώρα η Αϊμά θα είνε με την γυναίκα του; — Βέβαια, πιστεύω.

Η Νοέμι δεν απάντησε, δεν μπορούσε να μιλήσει. «Τι έγινε;», επανέλαβε δυνατά. «Καταστραφήκαμε, Πρέντου…», είπε τελικά και της φάνηκε ότι μιλούσε παρά τη θέλησή της. «Ξοφλήσαμε. Ο Τζατσίντο πλαστογράφησε την υπογραφή της Έστερ….. Και η τοκογλύφος διαμαρτύρησε τη συναλλαγματική…» «Α, να πάρει ο διάολος!», φώναξε ο ντον Πρέντου, δίνοντας μια γροθιά στον τοίχο.

Ευθύς δ' εγνώρισα την Παλλάδα Αθηνάν, οίαν σοι την περιέγραψα προ μικρού». Ο ομιλητής υπέλαβε κατ' αρχάς ότι ο Πλήθων είχεν ιδεί την Αθηνάν πριν ή αφυπνισθή, αλλ' ύστερον ενόησεν ότι το σχήμα, όπερ μετήλθεν ο διδάσκαλος εις την διήγησίν του, ήτο πρωθύστερον και ούτως ησύχασεν. Ο Πλήθων επανέλαβε: «Μοι ωμίλησε με την λαμπράν φωνήν της.

Ποδαλγός, πονών, ήτο εξηπλωμένος επί του ξηρού εκείνου μενδερίου, εγγύς ημισβόστου εστίας, χωρίς όρεξιν καπνίζων το τσιμπούκι του, ότε εισήλθεν η γραία μήτηρ της νύμφης του. — Δεν 'νομάζεις Θεό, καπετάν-Μαμμή; Επανέλαβε μετά δακρύων η γραία τρέμουσα από οργήν. — Καλά που σ' έφερεν η τύχη μου μέσατα χέρια μου! Εκραύγασεν αίφνης ο καπετάν-Μαμμής.

Σας ευχαριστούμεν πολύ, είπαν οι υφανταί· και του επερίγραψαν τα διάφορα χρώματα, και του εξήγησαν το περίεργον σχέδιον. Ο υπουργός ήκουε με προσοχήν διά να επαναλάβη κάθε τι εις τον βασιλέα. Και επήγε και του τα επανέλαβε.

Έχω το γαϊδουράκι, επανέλαβε και δευτέραν φοράν η συντέκνισσα. Φέρε να τα φορτώσω, παπά . . . Καβαλλικεύεις κ' η αγιωσύνη σου. — Βλέπουμε· κουμπάρα, φόρτωσε τα ιερά, κ' έλα ως την εκκλησιά με το γαϊδουράκι. Η παπαδιά ανήσυχος τους έβλεπεν αναχωρούντας, αλλά δεν ετόλμα να εκφωνήση παράπονον ή αντίρρησίν τινα, έκαμε την ανάγκην φιλοτιμίαν, και είπε·

Ο ειρηνοδίκης και ο «εκπληρών τ' αστυνομικά» πάρεδρος ήλθον επί τόπου. Η Φραγκογιαννού ανακρινομένη διηγήθη την χθεσινήν εκδρομήν της, και την τυχαίαν διέλευσίν της από τον λαχανόκηπον. Είτα επανέλαβε σχεδόν κατά λέξιν όσα είχεν ειπεί εις τον πατέρα των δύο κορασιών. «Η μικρότερη ήθελε ν' αρπάζη την καλαμιά απ' την μεγαλείτερη.

Προσέθηκεν άλλη τις εκ των παρισταμένων διά να φουρνίσωσι, βιαζομένη διότι ενύκτωνε. — Τι να τήνε κάμω τώρα; Επανέλαβε πάλιν η οργισθείσα γυνή. Δος' νε τ' δασκάλ'! Παρετήρησε, γελώσα η φουρνάρισσα. Τι να κάμη η ατυχής εκείνη; Να κάθηται να φιλονικήτον φούρνον; Παρέλαβε τα ταψία της ένα-ένα και απήλθεν.

Και πάλιν απεσπάσθη απ' αυτών, και πάλιν, μετά βαθυτέρας εντάσεως επανέλαβε την αυτήν προσευχήν ως πρότερον, και κατά το διάλειμμα της συγκινήσεώς Του ήλθεν οπίσω προς τους μαθητάς Του. Αλλ' εκείνοι και πάλιν είχον πέσει εις ύπνον, και όταν τους εξύπνησε, βεβαρυμένοι ως ήσαν, δεν εύρισκον λέξιν να ομιλήσωσι προς Αυτόν.