Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Και τόσον εβροντοφώνησεν από τον θυμόν του ο φιλάσθενος παπά- Φλαβιανός, ώστε όλον το ρεύμα το βαθύ του Μοναστηρίου με τα πλατάνια και με της καρυδιαίς, επανέλαβε με μίαν τρομακτικά βουΐζουσαν ηχώ: — Οι δαίμονες βρυκολακιάζουν! Όμως οι χωρικοί δύσκολα αποσπώνται από εκείνο οπού πιστεύσουν μια φορά.

Εξηγούντων δε των Ιχθυοφάγων τους κόσμους εκείνους, ο βασιλεύς γελάσας και νομίσας ότι ήσαν πέδαι τοις είπεν ότι οι Αιθίοπες είχον πέδας δυνατωτέρας. Η τρίτη ερώτησις αυτού ήτο περί της μύρρας, και όταν τω εξήγησαν την κατασκευήν και την χρήσιν αυτής, τοις επανέλαβε τα αυτά όσα είπε περί των ενδυμάτων.

Αμήν! επανέλαβε πάλιν η γραία με όλην την καρδίαν της, επαναδιπλώσασα νυν εξ ευχαριστήσεως, αμήν, παπά μου!

Κι έπειτα ο καιρός ήταν φοβερός και δεν μετακινήθηκε από τον τόπο του. Έβηχε, και ένας χαμάλης του έφερνε πότε πότε λίγο ζεστό γάλα. Τι καιρός ήταν; Τι καιρόςεπανέλαβε ο Τζατσίντο και σήκωσε το κεφάλι για να δει γύρω, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι η νύχτα ήταν όμορφη.

Δεν είπες ότι εκεί κατοικεί; — Είπα προς εκείνο το μέρος, δεν είπα εις ποιο κελλί. — Α, έκαμεν ο ξένος πεισθείς. Λοιπόν δεν το ειξεύρεις. — Τώρα είπες την αλήθειαν. — Αλλ' ειμπορείς να το μάθης; επανέλαβε μετά τινα σκέψιν. — Ειμπορώ βέβαια. — Και θα με πληροφορήσης; — Σίγουρα. — Ιδού, λάβε τούτο, είπε δίδων αυτώ χρυσούν νόμισμα. Ο Τρέκλας το έλαβε, το έψαυσε, και το έκρυψεν εις την ζώνην του.

Χριστός βοσκρές! ανεκραύγασε τότε ο Καπετάνιος εν εκστάσει· και ανάψας την λαμπάδα του έβλεπεν ως εν προσευχή προς τους μαύρους επάνω θόλους. — Χριστός βοσκρές! Επανέλαβε και ο κυρ-Μιχάλης· και ήναψε και αυτός την λαμπάδα του, ευλαβής προσήλυτος του Καπετάνιου, αναμένων πιστώς μίαν τοιαύτην νύκτα την αφύπνισιν του Αγίου Βασιλέως.

Ο νεαρός συνοδός του επανέλαβε τότε ως ηχώ: —

Ανεγνώρισε την φωνήν της Αμέρσας. Ήτο η δευτορότοκος κόρη της. — Τι έπαθες, αρή;. . . Τι σου ήρθε, τέτοια ώρα; Και ήνοιξε την θύραν. Μάνα, επανέλαβε μετ' ασθμαινούσης φωνής η Αμέρσα. Τι κάνει το κορίτσι; . . . μην πέθανε; — Όχι . . . κοιμάται. Τώρα ησύχασε, είπεν η γραία. Πώς σου ήρθε; — Είδα στον ύπνο μου πως πέθανε, είπε με πάλλουσαν ακόμη φωνήν η υψηλή γεροντοκόρη.

Αλλ' ευτυχώς ο Χριστοδουλής είχε φθάσει ήδη. — Μπράβο! μπράβο ! . . . κυρία Πολύμνια! Εγώ τα ξέρω που είνε τα ίτσια . . . τώρα να πάμε να κόψουμε . . . — Θα με υποχρεώσετε πολύ, επανέλαβε και προς τους δύο η Πολύμνια.

Ο φίλος μας αυτός ήτο ο μόνος σκεπτικός μεταξύ μας, ο μόνος όστις ηγάπα να φιλοσοφή, επιτηδεύων στωικότητα και απάθειαν και ο μόνος όστις ουδέν σκοτεινόν ή ανεξήγητον παρεδέχετο. — Και όμως, είπεν ο γέρων Φ. είνε μερικά φαινόμενα, τα οποία, επαναληφθέντα πλέον ή άπαξ, δεν ημπορούν να ονομασθούν απλαί συμπτώσεις. Ο σκεπτικός μας ύψωσε τους ώμους. Ο γέρων επανέλαβε.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν