Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Μα είνε λυπημένος, επανέλαβε, γιατί κατηργήθη, λέει, η νυκτερινή ακολουθία των Χριστουγέννων. — Και δεν μ' ερωτάς εμένα, βρε άλλε , να σου πω; είπε στραφείς προς εμέ. Η εκκλησία, επήρε και αυτή τον κατήφορο της μόδας. Πάει πλέον. Έγεινε και αυτή καπέλλο. Την έκαμαν δηλαδή. Δεν ακούς οπού σήμερα, χρονιάρα μέρα, θέλανε να κάμουνε μνημόσυνο στο Νεκροταφείον;
— Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί είχα φορτωμένα εγώ, κ' εβούλιαξαν. — Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί! επανέλαβε με τόνον βασίμου υποψίας ο ποιμήν, σίγουρα θα τα κατάπιε ο αφαλός της θάλασσας. — Δεν ειμπορεί το ελάχιστο να τα ξεράση πίσω το μάτι της λίμνης; ηρώτησεν ακουσίως μειδιών, ερμηνεύων την ελπίδα του εμπόρου ο νεώτερος των ναυαγών.
— Μάνα, δεν θα φέρης τα ρουχάκια του, να ταλλάξουμε; . . . Πού είν' η Αμέρσα; Η Φραγκογιαννού δεν απήντησε. — Πού είναι η Αμέρσα, μάνα; επανέλαβε, ψαύσασα τον αγκώνα της μητρός της η Δελχαρώ. Η Φραγκογιαννού ανετινάχθη ως να την έθιξεν άκανθα ή κέντρον νάρκης. — Η Αμέρσα, πού είναι; στο σπίτι μας!. . απήντησε.
Και ταύτα λέγων επίστευεν ενδομύχως ο Πλήθων, ότι μεγίστην και αμύθητον προυξένει ευτυχίαν εις την Αϊμάν. Αλλ' οι θεοί, τοσαύτα απονείμαντες αυτώ δωρήματα, εφείσθησαν του μαντικού χαρίσματος, και δεν κατέστησαν αυτόν οιωνοσκόπον. — Και ευθύς μετά τον γάμον, επανέλαβε, θα σοι δηγηθώ τέλος την ιστορίαν εκείνην, δι' ην τοσούτον ανυπομονείς.
Ο ντον Πρέντου γέλασε πάνω από το άλογό του, με εκείνο το βεβιασμένο γέλιο του με το στόμα κλειστό και τα μάγουλα φουσκωμένα. «Χθες βράδυ τον είδα να παίζει στου Μιλέζου∙ έχανε μάλιστα!» «Έχανε!», επανέλαβε ο Έφις χαμένος. «Όπως το λες! Θέλεις πάντα να κερδίζει;» «Εμένα μου είπε πως δεν έπαιζε ποτέ….» «Και τον πιστεύεις; Ακόμη και να τον πυροβολήσεις δεν λέει την αλήθεια.
Ο Θεαγένης, ως κάποιος φίλος μου ανήγγειλε, έλεγε προ ολίγων ημερών ότι υπάρχει και χρησμός ο οποίος προείπε ταύτα• και ο φίλος μου απεμνημόνευσε και μου επανέλαβε τον χρησμόν, ο οποίος είνε ο εξής•
Ο κήρυξ επανέλαβε διά τον τύπον τρις, αργά και με νυστασμένην φωνήν: «Όποιος δεν εψηφοφόρησε να τρέξη αμέσως γιατί θα κλείσουν η κάλπαις».
— Δεν ξεύρω. — Ω θεοί, θεοί, εψιθύρισεν ο Πλήθων συνάπτων τας χείρας. — Ω θεοί, είπε και ο Θεόδωρος, κρίνας καλόν να μιμηθή το κίνημα και την επίκλησιν του κυρίου του. — Και ήδη, τι ποιητέον; είπεν ο Πλήθων. — Τι ποιητέον; επανέλαβεν ο Θεόδωρος χωρίς να ειξεύρη τι είχε συμβή. — Είνε ανάγκη ενεργείας, είπε μεγαλοφώνως, σκεπτόμενος ο Πλήθων. — Ενεργείας, επανέλαβε ψιττακίζων ο Θεόδωρος.
Ο Πλήθων ησθάνετο ιδρώτα περιρρέοντα το μέτωπον αυτού και δεν είχε δύναμιν ν' απαντήση προς τας λέξεις ταύτας. — Εις τούτο μόνον διαφωνούμεν, επανέλαβε πραότερον ο Σχολάριος. Κατά τάλλα ομολογώ ότι είσαι τίμιος και γενναίος ανήρ και ουδέν κακόν επιθυμώ διά σε. Εν τούτοις ο Πλήθων, αν και δεν ωμίλει, εσκέπτετο όμως εφ' όσον ο Σχολάριος έλεγε τανωτέρω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν