Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Τον ενθυμούντο όλοι, όταν ήσαν παιδιά εις το δημοτικόν σχολείον, και εις την πρώτην του ελληνικού· διότι ως εκεί επήγαιναν συνήθως τα καπετανόπουλα του τόπου. Δεν υπήρχεν όνειδος και χλεύη, δεν υπήρχε παραγκώμι και αναγόρευμα, το οποίον να μη του έρριπτον κατάμουτρα.

Ήταν όλες πια στολισμένες τα καλήτερά τους στολίδια, λες κ' επήγαιναν σε χαρές και σ' αραβώνες. Εκίναγαν μέρες μακριά, νάρθουν να ιδούν τους εδικούς τους οι άμοιρες. Άλλη να ιδή τον άντρα της, κι άλλη να παρηγορήση το γεροπατέρα της, κι άλλη να ειπή ένα γλυκό λόγο στον αδερφό της, κι άλλη με τον καλό της, πιστή στα λόγια της αγάπης, να χαμογελάση.

Έστεκε το ένα με κάποιο συγνεφάκι στην κορφή· το άλλο με ζωνάρι ομίχλης στη μέση· το εδώθε με κροκκοβαμμένο μέτωπο· το εκείθε καστροστεφανωμένο· το παρακεί με κάτασπρο χωριδάκι, σαν απλοχεριά χιονιού που ελησμονήθηκε στη λακκούλα του. Και πέρα στη θάλασσα, σε μεταξωτό παραπέτασμα τα καράβια κοντυλογραμμένα επήγαιναν οκνά και ο μαύρος καπνός των βαποριών εψήλωνε κ' έσβυνε σε χρυσόξανθες τουλούπες.

Μα η ζωγραφιά ήταν πιο ευχάριστη, επειδή και τύχη είχε παραπανιστή και τέχνη ερωτιάρικη, ως που πολλοί ξένοι, έχοντας ακουστά γι' αυτή, επήγαιναν να παρακαλέσουν τις Νύμφες και να ιδούν την εικόνα. Ήτανε σ' αυτή γυναίκες που εγεννούσαν κι άλλες που ετύλιγαν σε σπάργανα μωρά παραρριγμένα· κοπάδια που τάθρεφαν· βοσκοί που τα σήκωναν· νέοι που έσμιγαν, ληστάδων διαγούμισμα, εχθρών έμπασμα.

Και αφού εδείπνησαν, η Ρεσπίνα εδιηγήθη την ιστορίαν της εις την γραίαν η οποία έμεινε μεγάλως θαυμάζουσα έπειτα επήγαν διά να κοιμηθούν. Την ερχομένην ημέραν η Ρεσπίνα ηθέλησε να υπάγη εις τα λουτρά, την οποίαν την εσυντρόφευσεν η γραία. Και εις την στράταν που επήγαιναν είδαν έναν άνθρωπον νέον με μίαν τριχιάν εις τον λαιμόν, που επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και πλήθος λαού, που τον εσυντρόφευαν.

Ό,τι παστό παλιοκρέατο, μουχλιασμένος μπακαλάος, αλεύρι πικρό, σκουληκιασμένη γαλέτα, τυρί τεμπεσύρι στην αποθήκη του Καλιγέρη ευρισκόταν για τους ναύτες του. Και ο λόγος του πάντα προσταγή, αγριοβλαστήμια και βρισίδι. Μόνον απελπισμένοι επήγαιναν στη δούλεψή του. Ήξερα λοιπόν καλά πως δεν με καρτερούσαν χάδια και διασκέδασες. Αλλ' ο μαγνήτης που έσερνε την ψυχή μου έκαμε να τα περιφρονήσω όλα.

Σήμερα τούτο, αύριο εκείνο, σε όλες του της δουλειές ήτανε τέτοιος, αναποφάσιστος και τα καλά που είχε επήγαιναν σχεδόν χαμένα, γιατί τα εσκέπαζε το μεγάλο αυτό ελάττωμα. Και εις την τωρινή περίστασι, την πιο δύσκολη απ' όλες, τα έχει χαμένα.

Και καταστημένος διά να θραφώ από ελεημοσύνην εμίσευσα από την Όρμαν χωρίς να ηξεύρω που πηγαίνω· και περπατώντας μερικές ημέρες, έφθασα εις ένα κάμπον, σιμά εις τον κόρφον της Περσικής θαλάσσης, εις τον οποίον αντάμωσα ένα καραβάνι από πραγματευτάδες της Ινδίας, που επήγαιναν εις το Κυράζι της Περσίας.

Είπ', εσηκώθη και εις αυτόν κατόπ' οι σκηπτροφόροι• να εύρη επήγε ο κήρυκας τον αοιδόν τον θείον• και αγόρια αφού διαλέχθηκαν πενηνταδυό, κινήσαν, ως πρόσταξε, της άπατης θαλάσσης προς την άκρα. και εις το καράβι ως έφθασαν, κάτωτο περιγιάλι, 50 έσυραν εις την θάλασσα τ' ολόμαυρο καράβι• κατόπι εφέραν κ' έστησαν κατάρτι και πανία, με τρυπωτήραις τα κουπιά δερμάτιναις εδέσαν, με τάξιν όλα, και άπλωσαν τα κάτασπρα πανία, και τ' άραξαν σιμάτην γη ψηλά• κατόπι εβγήκαν, 55 και εις το παλάτι επήγαιναν του φρόνιμου Αλκινόου. γέμισαν τότ' η αίθουσαις, η αυλαίς και οι δρόμοι απ' άνδραις, 'που ολούθ' ερχόνταν, γέροντες πολλοί μαζή και νέοι. δώδεκ' αρνιά τους έσφαξεν ο Αλκίνοος και οκτώ χοίρους λευκόδονταις, στριφόποδα δυο βώδια, και ως τα εγδάραν 60 τα εσυγυρίσαν κ' έφθειασαν το πρόσχαρο τραπέζι.

Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους• 620 και οι καλεσμένοι επήγαιναντου βασιληά το σπίτι• και άλλοι εφέρναν πρόβατα, άλλοι κρασιά γενναία• άρτον η εύμορφομάντηλαις γυναίκες τους εστέλναν, έτσι αυτού μεςτα δώματα τον δείπνον ετοιμάζαν.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν