Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Καθισμένη κάτω από τη σκηνή όπου είχε κλειστή μαζύ με τη Βραγγίνα, την υπηρέτρια της, θυμότανε την πατρίδα της κ' έκλαιγε. «Πού την επήγαιναν αυτοί οι ξένοι; Σε ποιον; Τι την περίμενε;» Όταν την επλησίαζε ο Τριστάνος κ' ήθελε να την ησυχάση με γλυκά λόγια, εθύμωνε, τον έδιωχνε, και το μίσος εφούσκωνε την καρδιά της.
Και ούτω λέγοντας αυτός τους έβγαλεν από τον πύργον, διά να τους φέρη εις ναόν· οι οποίοι πολλά ξώκαρδα επήγαιναν, επειδή και καμμίαν ευχαρίστησιν δεν τους έδιναν αυτές αι τιμές.
Ολίγες ημέρες ύστερον από τον μισευμόν ετούτου του βασιλέως, ο βεζύρης Αμπτολφατάς ακούοντας να ομιλούν διά τα μεγάλα δώρα που ο Αμπτούλ έκανε καθημερινώς εις τους ξένους που επήγαιναν να τον βλέπουν, και εκστατικός διά το μέγα πλήρωμα που έκανε τόσον αυτουνού, όσον και του βασιλέως και παταλματζή κατά την συμφωνίαν τους, αποφάσισεν με κάθε τρόπον να ξεσκεπάση πού έχει κρυμμένον τον θησαυρόν, που έβγαζε τόσα πλούτη χωρίς να σωθή.
Όταν είδε ποιος είμαι, και τι βάσανα υπέφερα και λύπαις, 'ς την αγκαλιάν μου χύνεται και ταις φωναίς αρχίζει, ωσάν να θέλη με φωναίς τους ουρανούς ν' ανοίξη, και πέφτει 'ς τον πατέρα μου επάνω, και μου λέγει τα όσα εδοκίμασεν ο Ληρ, κι' αυτός μαζί του, οπού δεν ήκουσεν αυτί ακόμη τέτοια πάθη! Και όσον μου τα έλεγε τον έσφιγγε η λύπη και της ζωής του αι χορδαίς επήγαιναν να σπάσουν.
Τρεις ημέρες υστερώτερα, εσυναπάντησα ένα καραβάνι από πραγματευτάδες που επήγαιναν εις την Αίγυπτον, και ανταμωνόμενος με αυτούς ήλθα εκεί· εις την οποίαν ευρέθηκα στενεμμένος διά να μάθω τον υφαντήν διά να ημπορέσω να ζήσω.
Να θαμάζουν και να μη χορταίνουν. Να βλέπουν και να μη στομώνουνται. Να την ιδούν πιο κοντά. Να χορτάσουν την αλλόκοτη φορεσιά της. Να καμαρώσουν τα χρυσά γαζιά και τα σειρήτια της, — του καλπακιού της τα φλουράκια γύρω, — κι ο κόσμος να χαλάση. Η λάμπα όσο επήγαιναν εμπρός άπλωνε γύρω το πλούσιο φως της.
Εδόθη είδησις εις τον βασιλέα, ότι τρεις ντζοβαϊρτζήδες που επήγαιναν από βασίλειον εις βασίλειον, επιθυμούσαν να ομιλήσουν με αυτόν. Ο Ορμώζ επρόσταξε να έλθουν προς αυτόν.
Οι πλείστοι είτε διότι είχαν επισκεφθή ήδη και το άλλο πρακτορείον, είτε διότι δεν τους επέτρεπεν η συνείδησίς των να λάβωσι και από τα δύο μέρη «κουκουλόσπορο», επήγαιναν κατ' ευθείαν· μερικοί όμως, ενώ εκαμώνοντο ότι επερίμεναν να εύρουν σειράν διά να εισέλθουν, με τρόπον «το έστριβαν». Τότε ο Λάμπρος ο Βατούλας προσεποιείτο γενναιοτέραν αγανάκτησιν παρ' όσην πράγματι ησθάνετο.
Είνε τοιχογυρισμένη με ψηλούς και μεγάλους τοίχους κ' έχει μόνον μιαν εμπατή, μια μεγάλη σιδερόπορτα. Όταν επρωτόγινε κόσμος η πόρτα ήταν μικρή γιατί οι άνθρωποι, φρόνιμοι και θεοφοβούμενοι, επήγαιναν γραμμή στην Παράδεισο. Μα λίγο — λίγο επλήθυναν στον κόσμο τα κακά· οι άνθρωποι έγιναν πονηροί κ' επίβουλοι κ' έτρεχαν καραβιές στην Κόλαση. Για να έμπουν όμως μέσα τους έβγαινεν ο θεός ανάποδα.
Πλησίον ήτο το καυκί, το κλειδοπίνακον, εντός του οποίου έφαγε την πρώτην νύκτα εις του γαμβρού την καλύβα η πουγάνα, τ' απλάδια και τα κιλίμια, τόσα πράγματα τα οποία συνέδεον τον βίον της μεταξύ νεανίδος και υπάνδρου, τόσοι μάρτυρες των θλίψεων και των χαρών αυτής!. . . Τόρα όλα αυτά θα έφευγον, θα επήγαιναν εις ξένες χείρας και το παρελθόν θα έμενε μόνον εν τη εσκοτισμένη διάνοια της, αμυδρόν όμως, ως παλαιωμένη εικών αμαυρωθείσα υπό του χρόνου!. . .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν