Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Ήταν η ώρα τους που θάγερναν το κοπάδι τα βόιδα στο χωριό, από τα βουκουλιά οι βοϊδολάτες κάτω. Κ' επρόσμεναν εκείνοι ανυπόμονα, ρίχνοντας λοξές ματιές, πότ' ο ένας πότ' ο άλλος μες από τις ελιές, κατά τον κάμπο, πέρα στα λιβάδια. Όσο έγερνε τόρα αργός, καμαρωτός ο ήλιος ολοένα προς τη δύση του, τα τσιντζίρια μες τις ελιές, εδυνάμωναν το τσιριχτό το τραγούδι τους.

Ο Μιχάλης πάλε, κάμνοντας ο δύστυχος καρδιά με το στανιό, τράβηξε σπίτι του να πάρη τη γυναίκα του και να πάνε στου Γιάνη. Τάξερε τα τούρκικα τα κατατόπια ο Δημήτρης σαν τα δικά τους. Και το Χασάνη τονε γνώριζε και τις συνήθειές του. Πηγαίνει απ' ασύχναστα καταράχια και κρυφοχώνεται σε ρουμάνι που παράπλευρα περνούσε κάθε ταχυνή ο Χασάνης, διαβαίνοντας κι αυτός στις ελιές του. Η ώρα του κιόλας.

Τάλλο το κοπάδι τα βόιδα σκόρπησαν πέρα μες τις ελιές, που ταπαράτησαν οι βοϊδολάτες κ' εχασομέρησαν πίσω αφτοί, να βοηθήσουν να σηκώσουν το Λιάρο οι μακελάρηδες. Εσκρόπησαν μες τις ελιές τα βόιδα πέρα, κ' εμαζέφτηκαν όλα κύκλο κει παράμερα, που ήταν ποτισμένο το χωράφι μ' αίμα.

Χθες μόλις επήρε τη σαβούρα του, εσύναξε όλες τις προμήθιες: ψωμί, τυρί, ελιές, παστά κρέατα, νερό, καφέ και ζάχαρη και με το χάραμα έλυσε τα πρυμόσχοινα. Οι συντοπίτες όλοι άντρες, γυναίκες και παιδιά χυμένοι έξω στο ακρωτήρι εκύταζαν, το εκαμάρωναν και το κατευόδωναν με την ψυχή τρεμάμενη.

Περαιτέρω εξέτεινον επί της οδού τους κλώνους των ελαιόδενδρα γιγάντια με κορμούς χονδρούς, κουφωμένους υπό του γήρατος. — Τούτεσές είνε φράγκικες ελιές. Είνε φυτεμένες απού τον καιρό πούχαν οι Βενετσάνοι την Κρήτη, εδά και διακόσους χρόνους. — Ειντά 'σαν οι Βενετσάνοι; ηρώτησεν ο Μανώλης. — Φράγκοι.

Θεόρατη λακκωματιά, ως έξη μίλια μάκρος, καστανιές γεμάτη στα βάθια της, κι αψηλόκορμες ελιές στα βουνόπλαγα, πηχτές και φουντωμένες κι από τις δυο τις μεριές. — Κι αποκάτου οι Σφακιανές οι μαζώχτρες που έρχουνται, λέει, από τον Άη Γιάννη να βγάλουν το μεροκάματο. Και δεν τις ρώτηξες α βγάζη κι ο τόπος τους ράδι; — Εγώ δεν τις είδα.

Ό,τι άνοιξε τα παράθυρά του ο Φώτης, και τα κοπέλλια του, άλλος σκούπιζε τα τσιγαροκόμματα της αποψεσινής συντροφιάς, άλλος διάρμιζε τα ποτήρια και τα καφκιά, να και χώνεται μέσα σαΐττα ο Μανώλης, του Δημήτρη ο δουλευτής, λαχανιασμένος, σκουνισμένος, κατάχλωμος. — Φονικό! κράζει του Φώτη. Ό,τι πήγαινα στις ελιές, και στο μισό το δρόμο στρωμένος ο κυρ Πανάγος! Αλλού αυτός κι αλλού το κεφάλι του.

Η θεια Ελέγκω έστειλε και πήρε απ’ το μπακάλη λίγες ελιές και ταραμά, σα σαρακοστή που ήτονε, να φάνε. . μα δεν άγγιξε η Λιόλια.

Δεν τα νοιώθει, καθώς μήτε το λυγερό του κορμί δεν το καλονοιώθει πως είνε άγαλμα κάποτες. Όσο για το Δημήτρη, ακόμα χειρότερα. Διάβαινε απ' ανάμεσα από τις ομορφιές εκείνες σκυφτός, στραβομουριασμένος, αγριοβλέμματος, βουρκόλακας μονάχος. Γύριζε κάποτε τα θολωμένα του μάτια και κοίταζε κατά τις ελιές. Μια φορά, λίγα βήματα πρι να μπη σπίτι του, κοντοστάθηκε.

Ο Μανώλης, που του κλάδευε και του μπόλιαζε αμίμητα τις ελιές του, που του ξετρύπωνε περίφημα τους λαγούς του, που και στις εθνικές απάνω τις μάχητες πρώτος μυρίζουνταν και μηνούσε του Κυρ Δημήτρη Τούρκικα κατατόπια, Τούρκικες μπροσκάδες και παραμονέματα και σκοπούς, αυτός και τώρα πήγε και τα πρόφταξε του αφέντη του μ' όλα τα στολίδια και ταποσώσματα που τα κολνούσε ο καθένας δηγώντας τους του γειτόνου του.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν