United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξέχασες πως είμαι φτωχοκόριτσο και ξένο, πως μ' έφεραν εδώ για να συντροφέβω την Ελένη, να κάθουμαι μαζί της; Έχουμε καιρό. Βλέπουμε κατόπι. Αν το πης, θα μας χωρίσουν και μου αρέσει τόσο να μιλής και να σε κοιτάζω! Ίσως πάλε φταίω γω που σ' άκουσα εκείνο το βράδυ, που αποκρίθηκα ναι. Τι να κάμω; Αχ! δεν ξέρεις· μου φαίνουνταν τόσο παράξενο! Δε φαντάζουμουν πως θα μ' αγαπήση κανένας.

Είτανε πια νύχτα, και δεν μπορούσα να βρω αφορμή να πάγω, ας είναι κι απ' έξω από το σπίτι της, να βρεθώ άλλη μια στιγμή πιο κοντά της. Πάει πια, δε θα την ξαναϊδώ την Ελένη! Και μήτε την ξαναείδα... Δεν ξέρω πώς τα βάσταξε τα βάσανα του μοναστηριού.

Που είσαι, Ελένη μου; Για εύγα να σε 'δούμεν Κι' από τη μαύρη μας καρδιά δυο λόγια να σε 'πούμεν». Και ολίγον κατωτέρω· «Διαβάτα που με θαυμασμό το μνήμα της κυττάζεις, Και τ' όνομά της στο Σταυρό το νεκρικό διαβάζεις, Ειπέ της ανθρωπότητος, ωραίε διαβάτα, Ότι ενταύθα κοίτεται υπό την μαύρην πλάκα».

Κι' αυτό φθάνει Με τον καιρό θα μ' αγαπήσης. Τι νάκανα λοιπόν; Μα τώρα πούχω χρήματα. Ω! τώρα, είμαι δική σου, Κώστα. Κ ώ σ τ α ς. Είναι αργά τώρα πειά Ελένη. Εγώ δεν ανήκω πειά εις τον εαυτόν μου. Ε λ έ ν η. Για δες τα μάτια μου. Πειά άλλη ξέρει να σε βλέπη έτσι; Πειά να αγαπά όπως εγώ. Κ ώ σ τ α ς. Μόνον εσύ! Ναι! το ξέρω. Μόνο συ είσαι καμωμένη για μένα και γω για σένα.

Και όμως ο Νίκος ήτο εδώ πάντοτε, υπό τα βλέμματά των, ενώ ο αδελφός του έλειπε σπουδάζων εις τα ξένα. Δεν ήτο φυσικόν αυτόν, τον οποίον παιδιόθεν εγνώριζε, του οποίου ησθάνετο την μυστικήν λατρείαν, αυτόν ν' ανταγαπά και η Ελένη; Αλλ' οι γέροντες δεν τα βλέπουν αυτά, δεν τα καταλαμβάνουν!

Προς αποφυγήν μόνον πάσης υποψίας ότι πρόκειται περί αισθηματικής τινος γλυκαναλατίας, δεν θεωρώ περιττόν να προσθέσω, ότι δεν αναπαύεται υπ' αυτόν Μαρίκα τις, Ελένη ή Περσεφόνη, αλλά καλός άνθρωπος ονομαζόμενος Αντώνης.

Τον τοιούτον ούτε η Ελένη, ούτε η Πολυξένη θα υπέφερε να υποδυθή το πρόσωπον αυτών και θα τον εθεώρουν καθ' υπερβολήν θηλυπρεπή, πολύ δε μάλλον ο θαυμάσιος ήρως Ηρακλής• το πιθανώτερον είνε ότι ούτος αμέσως θα τον συνέτριβε μετά του προσωπείου του διά του ροπάλου, οργιζόμενος διότι τόσον ατιμωτικώς θα τον εξεθήλυνε.

Δεν ετόλμων να τον επιπλήξω υψών την φωνήν, διότι ήκουα έξω τον ψιθυρισμόν των δύο αδελφών. Τι έλεγον; Το εξομολογούμαι προς αίσχος μου η περιέργεια υπερέβαλε την χρηστοήθειαν. Επλησίασα κ' εγώ το αυτίον μου εις την χαραμμίδα της θύρας. — Να μη τον ιδή η Ελένη, εψιθύριζεν η Κυρία Σοφία. Δι' όνομα Θεού, να μη τον ιδή! Θ' αποθάνη! — Σιωπή! εψιθύρισεν ο Κ. Μελέτης. — Ο ίδιος, απαράλλακτος!

Τι επαρχιώτικη αποχτήνωση, αγαπητή μου Ελένη... Σε φιλώ γλυκά Μαρί

Αυτά 'πε• και ταις δούλαις της παράγγειλ' η Ελένη να στρώσουν εις την αίθουσα, να βάλουν μέσα ωραία και πορφυρά σκεπάσματα, και τάπηταις επάνω, και χλαίναις κάτωθε κρουσταίς, να 'χουν να ταις φορέσουν. κ' εκείναις απ' το μέγαρον εβγήκαν, κ' εβαστούσαν 300 φως εις τα χέρια, κ' έστρωσαν• και ο κήρυκας τους ξένους έμπασε, καιτον πρόδομον αυτού πλαγιάσαν κείνοι, ο ήρωας Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης• και ο Ατρείδης εις τ' απόκρυφα του δόμου, και σιμά του η Ελένη η μακροπέπλωτη, η αταίριαστη γυναίκα. 305