Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Κάποιοι είπαν πως το ’σκασε από το φόβο των καραμπινιέρων. Έτσι ο Έφις απόμεινε με τους δυο τυφλούς. Κεφάλαιο δέκατο πέμπτο Τους έσερνε πίσω του για πολύ καιρό. Πήγαιναν από πανηγύρι σε πανηγύρι μόνοι ή στη σειρά με άλλους ζητιάνους, σαν καταδικασμένοι που κατευθύνονται σε έναν απλησίαστο χώρο μαρτυρίου.
— Ναι, έλα Γιαννιέ, πες μας! είπαν παρακαλεστικά και οι άλλοι ναύτες. — Εγώ να σας πω, ναι· άρχισεν ευθύς εκείνος ξαναβρίσκοντας την ευθυμία του· κι' αν δεν σας λέγω αλήθεια, να τον έχω αντίδικο. Τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν ανέμοι· τις κάνουν τα στοιχειά. — Τα στοιχειά! μωρέ λόγο που μας είπες! εφώναξεν αναμπαιχτικά ο θερμαστής.
Και πόρτες λέω να βάλουμε μαστορικά δεμένες, που μέσα νάχει απ' τα πορτιά των αμαξώνε δρόμο. 340 Κι' απ' όξω ας σκάψουμε βαθύ χαντάκι ομπρός στους πύργους, που να μας σώζει το στρατό και τ' άλογα τριγύρω, μπας καμιάν ώρα ο πόλεμος βαρύνει των οχτρώνε.» Έτσι είπε, κι' είπαν μάλιστα οι βασιλιάδες όλοι.
Μου είπαν, πέντ' έξη πεθεράδες είν' έτοιμες, για να μου στείλουν προξενιά, ακούς; . . Τρελλαθήκανε, ζουρλαθήκανε, τ' ακούς; . . . Χαρά 'ς εμένα! . . . Ποια κι' άλλη θάχη την τύχη μου; Και τάζουν . . . . και τι δεν τάζουν! . . . Μα έννοια σου, ημείς θα διαλέξουμε και θα πάρουμε, Θανασάκη . . . Έτσι κ' έτσι δε μας γελούν εμάς . . . Κουράγιο . . . κάμε, να γένης καλά, παιδάκι μου!
Αμ' ο παπάς; Ο παπάς της Μεταμορφώσεως, ένας Άγιος Ονούφριος εκεί, τον πιάσανε που «κατέλυε» γάλα τη Μεγάλη Δευτέρα, γιατί του το είπαν, λέει, οι γιατροί. Μ' όλη την κοιλιά! Δε βάσταξα πια. Τον βρήκα παραόξω, κατά την «πρύμη της Εκκλησίας» και του λέω: «Παπά μου, κατάλυσα τράγο σήμερα κι' αύριο θαρθώ να κοινωνήσω». Με στραβοκύτταξε. Ήσαν κι' άλλοι μπροστά.
— Τι θέλετε να πήτε, άρχοντα Τριστάνε; Όχι, ο Βασιληάς και κύριος μου, ποτέ δεν θα φανταζότανε μόνος του τέτοια ατιμία. Αλλά οι προδότες αυτού του τόπου τον έκαναν να πιστέψη το ψέμμα, γιατί είναι εύκολο να ξεγελιούνται η τίμιες καρδιές. Αγαπιούνται, του είπαν, και οι προδότες του το παράστησαν ως έγκλημα.
Είμαστε παντρεμένοι πολλά χρόνια, όταν μια μέρα μου είπε ξαφνικά, απροετοίμαστα και χωρίς εξωτερική αφορμή, όπως ερχόντανε πάντα τα δυνατότερα αιστήματά της: — Δεν πρέπει να με κάμης ποτέ να νοιώσω πως κατιτί αναμεταξύ μας γέρασε κ' έγινε συνηθισμένο. Την ημέρα που θα το νοιώσω, θα πεθάνω. Πόσες γυναίκες δεν είπαν το ίδιο και πόσες δε ζήσανε για να γελούν έπειτα με τα λόγια τους!
Διατί όμως τας ηυξήσατε; Ποίος σας εβίασε; — Ο πολιτισμός, φίλτατε· ο πολιτισμός! Δεν ηξεύρεις, ότι αι Αθήναι έγειναν μεγαλόπολις; ότι δεν έχουν πλέον σαράντα, αλλά εκατόν χιλιάδας κατοίκους; ότι . . . — Όλ' αυτά μου τα είπαν, και ήλθα να τα ιδώ. Αλλά τι να σου ειπώ; το πρώτον σημείον του πολιτισμού σας, το οποίον βλέπω, δεν είνε πολύ ορεκτικόν. — Ιδέ και τα άλλα, και ελπίζω να μεταβάλης γνώμην.
Και προτήτερα από τα γνεψίματα κι από το γέλοιο το κατάλαβε· μα τότες, αφού από το πρωί επροφασίστηκε στο Χρώμη, ότι θα πάη σε μια γειτόνισσά της ετοιμόγεννη, τους παρακολούθησε κι αφού εκρύφτηκε σε κάποια χαμόκλαδα για να μη φαίνεται άκουσεν όλα όσα είπαν, είδεν όλα όσα εκάμανε· μήτε της ξέφυγε ότι έκλαψε ο Δάφνης.
Κ' έτσι καμμιά βολά έρχονταν και 'ςτα χέρια και κάπου κάπου και 'ςτ' άρματα, κ' έπαιζε ξύλο κι άνοιγαν λαβωματιές. Κακοπάθαιναν και τα μαύρα τα πρόβατα. Αυτά ξανάλεγαν οι αγωγιάτες. Κ' έπαιρναν όλο το δίκιο με το μεράδι τους αυτοί, γιατ' ήταν από τη φάρα των τσελιγκάδων. Ύστερα, είπαν για τους νέους μουχτάριδες που θα νάβγαζαν τη χρονιά εκείνη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν