Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


Ποίος μπορούσε αλήθεια να φαντασθή πως η γυναίκα του Ευμορφόπουλου θα είχε ένα τέτοιον επικήδειο ; Και η σκέψη εκείνη, πολύ θλιβερώτερη από το θάνατο του έφερε δυνατό λυγμό κ' έπεσε απάνω στο λείψανο·Αχ! μαννούλα μου!., μαννούλα μου!.. Εκείνη τη στιγμή τελείωσε κι ο Αριστόδημος το λόγο του.

Ακούς λέει; καρφωμένα είνε να μη γυρίσουν; Δε με ρωτάς να σου πω; Πέντε φορές κιντύνεψα να μπατάρω. Αργεί, νομίζεις; Ένα κύμα δυνατό, άλλο κύμα σε πλάγιασε. Κοιμήθηκε το καράβι. Σα δεν μπορέση να σηκωθή, άλλο κύμα το βρήκε, το μπατάρησε. Άργητα θέλει; Και άρχιζε ατέλειωτες κουβέντες, παραμύθια με το καντάρι. Να μην ήταν αυτός στο τιμόνι, αλλοίμονο! Θα είχαν χαθή όλα τα καράβια του κόσμου.

Το παραμύθι του κουρέα που πήγε και φώναξε στα πηγάδια την ανακάλυψη των γαϊδουρινών αυτιών στο βασιλικό κεφάλι του Μήδα, ζωντάνευε δυνατό, χτυπητό, γεμάτο παράσταση μπροστά του. — Κανένα παραμύθι δε μπορεί νάναι ψεύτικο, συμπέρανε. Απολύτως κανένα παραμύθι.

Κύτταζε το χέρι του που κρατούσε το φλυντζάνι, το αντρίκιο και δυνατό με τις μαύρες τριχίτσες ως απάνω στα δάχτυλα, πούτον αγριεμένο και χονδρόπετσο απ’ τα ξύλα και τα εργαλεία, και τώρα γινότανε σα γυναικείο, για να της δώση να πιή και της ήρθε να το φιλήση, να το φιλήση -μα ντράπηκε- Κι αυτός δεν της έλεγε τίποτα. Στην αρχή, καθώς μπήκε μέσα, της είπε : Δεν έχεις τίποτα.

Αυτοί 'ςτή βρύση του Ζαβογιάννη κι εμείς 'ςτού Τρίκκα. Μια τουφεκιά τόπον αλάργα. Μέσ' του Τρίκκα, τα σύγνεφα μας σκέπασαν τον ήλιο και βαθιά αχολόγησε μια βροντή. Όσο μας δρόσισαν τα σύγνεφα που μας ίσκιωσαν από το λιοπύρι, τόσο μας φόβισε η βροντή. Σηκώθηκε κι' έν ανεμόχολο δυνατό ξάφνου, που τύλιξε μεσουρανής τον κορνιαχτό κ' επάσχιζε να ξερριζώση τα δέντρα.

Όταν όμως μου είπε αυτά τα λόγια: «έχεις κιόλας κάποιο δισταγμό αν είναι δυνατό», τότε είδα καθαρά πως με παρανοούσε, γιατί δεν είχα πει ο ίδιος τίποτε.

Ά κολοκύθες, σίχαμα του κόσμου, Αργιτοπούλες, 235 όχι πια Αργίτες, πάρτε βρε τα πλοία να τραβάμε, κι' ας μένει αφτός το βιος του εδώ κι' ας το ζεσταίνει μόνος, κι' έτσι θα μάθει κι' αν εμείς φελάμε ή δε φελάμε. Πού τώρα ακόμα πρόσβαλε τον Αχιλιά, έναν άντρα πιο δυνατό του και πολύ· τι το πρεσβιό του πήγε και τ' άρπαξε με το στανιό.

Οι αρμοί της «Αθηνάς» έτριξαν στο σκαμπανέβασμα, ο καπετάνιος βογγούσε. — Βόγγα συ και βόγγα γω, είπε ο Μοναχάκης στενάζοντας, ο Θεός να βάλη το χέρι του με τούτη τη σοροκάδα. Δεν είχε γύρει ακόμα στην κουκέτα του κ' ένα κρακ δυνατό ακούστηκε απ' την κουβέρτα, σα σπάσιμο αλυσίδας. — Φλώκο παιδί μου, στην κουβέρτα γλήγορα. Μας έσπασε το τιμόνι. Ο Φλώκος μια και δυο βρέθηκε απάνω.

Με κοίταξε με μεγάλα, ξαφνισμένα μάτια: — Δεν μπορείς να πιστεύης, όπως πιστεύω εγώ Γιατί έχεις κιόλας κάποιο δισταγμό αν είναι δυνατό, είπε. Εγώ όμως το ξέρω και δεν έχω κανένα δισταγμό. Μια ανάμνηση ξύπνησε μέσα μου, η ανάμνηση της ώρας, που μου παραπονέθηκε πως την έκαμα να χάση την πίστη, που είχε στην πραγματικότητα την έξω από το αισθητό.

Και έπειτα έχομεν και το Clos-Vougeot, το οποίον μας ζεσταίνει ολίγον το κεφάλι. Βλέπετε, είναι ολίγο δυνατό. Εννοείτε; — Αναμφιβόλως, είπα, αναμφιβόλως. Αλήθεια, κύριε, δεν μου είπατε ότι το νέον σύστημά σας, το οποίον αντικατέστησε το περίφημον πράον, ήτο μεγάλης αυστηρότητος; — Όχι. Καθόλου όχι. Αναμφιβόλως ο αποκλεισμός είναι γενικός.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν