Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Τέτοιος είταν ο Αθανάσιος, και τέτοιος φάνηκε στο πολύχρονο στάδιό του. Σ' αυτή την εποχή όμως δεν έβγαινε ακόμα ολομόναχος στην παλαίστρα παρά σα βοηθός του Μητροπολίτη. Και παίρνοντας θάρρος ο Αλέξαντρος από τον πεντάξυπνο διάκο του, αναθεμάτιζε Άρειο κι Αρειανούς. Ο Άρειος όμως αν είταν ένας, οι οπαδοί του είταν αμέτρητοι κι ολοένα πληθαίνανε.

Ο Κατζαντώνης πώδειχνε με κρυφοπερηφάνιατα κόκκαλά του το σφυρί... Ο Δίπλαςτο πλευρό του. Ο Αλέξης ο Καλόγερος, οι Κατζικογιανναίοι, Αχώριστοιτο σκοτωμό, 'ς το μνήμ' αδερφωμένοι. Της Λάμιας ο σταυραητός πλακόνει ο Χρήστος Γρίβας. Σε φλογισμένο σύγνεφο διαβαίνει θρονιασμένος Εμπρόςτο Διάκο ο Σαμουήλ, της Κιάφας ο προφήτης.

Βράδυ-βράδυ, μου λέγει ο φίλος μου ο Ιμάμης, άμα νυκτώση· θα σε πάρω να καταιβούμε κάτω μαζί, να ιδής μυστήρια και θαύματα, να ιδής τον παπά σας μέσα εις το άγιο βήμα υψηλός κι' ολόχρυσος να λειτουργά, ακίνητος σαν άγαλμα· να ιδής τον διάκο και αυτόν ολόχρυσον με τα ξανθά μαλλιά του ως την πλάτη να στέκη έξω εις τον χορόν ωσάν μαρμάρινος, ακίνητος.

Εφίλησα τες δυο δυστυχισμένες, έκαμα το σταυρό μου, επέρασα στη ζώνη το λάζο μου και εις τας δέκα η ώρα επήρα το δρόμο του σπητιού του βουλευτή, με απόφασι να τον σκοτώσω και ό,τι γίνη ας γίνη. Ευρήκα την πόρτα του ανοικτή και τη σάλλα του γεμάτη. Ήταν εκεί και ένας από τους δύο γιατρούς που ήρταν σ' εμένα το πρωί και παρακάτω ένας παπάς με το διάκο του που εκρατούσε τη μετάληψι και το πετραχήλι.

Ποτέ του ήλιου η ευμορφιά, ποτέ της γης η νειώτη Κ' η περηφάνεια του βουνού, του δέντρου η πρασινάδα Κ' η λευθεριά του ξηφτεριού, ποτέ τόση γλυκάδα Τόση κρυφή μοσχοβολιά δεν έχυσαν τριγύρωτο Διάκο που ψυχομαχά.

Γέρος κ' ειρηνικός καθώς είταν ο δύστυχος ο Μητροπολίτης, ελπίδα πολλή για το σωστό το δόγμα δε φαινότανε, παρά κιδύνευε να βυθιστή ο Χριστιανισμός μέσα στα θολωμένα νερά της φιλοσοφίας. Είχε όμως ο Αλέξαντρος κάποιο νέο διάκο ως είκοσι χρονών, Αθανάσιο τον έλεγαν. Είτανε μικρουλός, ταπεινός, και χλωμός, μόνο που σπιθοβολούσαν τα μάτια του.

Εκεί παραόξω, που μόλις κάνουν πως αρχίζουν τα Τουρκοβούνια, απάνω σ' ένα λόφο ολοστρόγγυλο κι ανοιχτόν απ' όλες τις μεριές, όλο θυμάρι και βοτάνια του βουνού, άσπριζε μιαν εκκλησίτσα εξοχική, με τη μάντρα της και το καμπαναριό της σα μοναστηράκι: λες και τους γλυκοκαρτερούσε να παν, καθώς ανέβαιναν απ' το Πολύγωνο τον άσπρο δρόμο της Σχολής και μέσ'απ’ τα τρόχαλα της ρεματιάς. . . Άφησε ο Περικλής το κουτί με τα στέφανα και τις λαμπάδες μέσα στο χαρτί στη φύλαξη του εκκλησιάρη κ' έτρεξε, να ειδοποιήση τον παππά που καθόταν εκεί κοντά, πίσω απ’ το Εφηβείο και που τούχε μιλήσει με σύσταση απ’ το διάκο.

Που πήγαν μια φορά στην εκκλησιά και πήραν το διάκο για τράγο, τ' άγιο βήμα για τσαγκαδομάντρα, τους ψαλμούς για τραγούδια, το θυμιατό για σιδεροσφεντόνα και τα κλωνιά του λιβανιού για γιδοκακαράντζες. Πώχασαν μέσα το Γώγο, σα σκώθηκαν να φύγουν, κ' έμπηξαν τες φωνές για να τον βρουν.

Τι θα κάνης; Ψαράς θα γίνης να μαζεύης πεταλίδες, για περαματζής, να σε τρώη ο ήλιος κι' ο χειμώνας; Να γίνης παπάς, να σε σέβεται και να σε προσκυνά ο κόσμος. Τον κατάφεραν. Από μικρό παιδί στις εκκλησίες, γραμματισμένος, κανονάρχος, θρήσκος, ήξερε την τάξη της Εκκλησίας καλύτερα από τους ιερωμένους. Μια Κυριακή τον χειροτόνησε ο Δεσπότης διάκο, σε λίγο τον έκανε και παπά. Κι' άφησε τη θάλασσα.

Για τον Ανδρούτσο μώλεγε, για το Βλαχοθανάση, Της Αλαμάνας το στοιχειό το Διάκο το Θανάση, Τον Κούρμα τον πελώριο, τον Πάνο Μεϊτάτη, Για το μικρό Χορμόπουλο, και για το Σπαθογιάννη· Και για του Βάλτου το θεριό το Χρήστο το Μιλιώνη· Για του πελάγου το πουλί μώλεγε τον Κατσώνη, Διά της Κασσάνδρας το Σταθά, το γέρο Μπουκουβάλα, Το Ζήτρο τον ανήμερο, τον άγριο Κώστα Πάλλα, Το Χρήστο Γρίβα τον αετό της Λάμιας, το Λαμπέτη, Για τον χαμένον αδελφό του Διάκου Μασσαβέτη, Και για τον πάτερ-Σαμουήλ της Κιάφας μας τ' αστέρι.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν