Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Αυτή η βασίλισσα αγκάλιασε τον Ταμίμ και του εδιηγήθη τα συμβεβηκότα της έμπροσθεν εις όλους τους μεγιστάνους της και τους περιεστώτας, οι οποίοι έμειναν όλοι εκστατικοί. Ώρισαν έπειτα να δώσουν του Αράπη, δέκα χιλιάδες φλωρία με ένα πλούσιον φόρεμα χρυσόν διά την γυναίκα του, ανταμείβοντας την περιποίησιν, που εις αυτήν έκαμαν.

Τα παιδιά βλαστημούσαν η γυναίκα χτυπούσε με τα χέρια της το κεφάλι της, τα κορίτσια έκλαιαν. Δεξιά, αριστερά, πέρα, η ίδια θλίψη, ο ίδιος πόνος, η ίδια κατάρα. Ο νοικοκύρης κίτρινος, κίτρινος, με σκυμμένο κεφάλι, και τα χέρια σταυρωμένα πίσω, κοίταζε μ' ανοιχτά μάτια, χωρίς να βλέπη. Είταν σαν τρελλός.

Ωμίλησα με την θείαν μου και δεν την ηύρα καθόλου κακήν γυναίκα, ως μας την παριστάνουν· είναι φαιδρά και οξύθυμη γυναίκα με καλλίστην καρδίαν.

Μ' όλη μου την κούρασι πήγα στο βουνό και σου μάζεψα λίγα ραδίκια. Με τι θα τα βράσω; Τα δάχτυλά μου νανάψωΚαι βλαστήμησε από μέσα της. «Δίκηο έχεις, γυναίκα, της λέω. Η τύχη μας τώθελε. Στάσου να πάω ως κάτω τον ταρσανά να μαζέψω τίποτε ροκανίδια». Παίρνω το τσουβάλι στον ώμο και τραβάω νηστικός. Ο συχωρεμένος τριγύριζε απάνω κάτω, φουσκωμένος σα γαλί, κι' απόπαιρνε τους μαστόρους.

Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος κρατώντας το κοντάρι εβγήκε και γοργόποδες δυο σκύλοι ακολουθούσαν, 145 και κίνησετην σύνοδο των Αχαιών να φθάση· των δούλων ωστόσ' έλεγεν η θαυμαστή γυναίκα Ευρύκλεια, 'που ήταν γέννημα του Ώπα Πεισηνορίδη· «Κινείσθε· σεις σαρώσετε και ράνετε το δώμα, καιτα καλόφθειαστα θρονιά τους πορφυρούς απλώστε 150 τάπηταις· σεις, ταις τράπεζαις σφογγίσετ' όλαις γύρω, και τους κρατήραις και μαζή τα τεχνικά ποτήρια τα δίκουπα καθάρετε· κ' η άλλαις εις την βρύσι πάτε, να φέρετε νερό, και αυτού να μην αργείτε· ότ' οι μνηστήρες γρήγορατο μέγαρο θα φθάσουν 155 πολύ πρωί· τι σήμερον εορτάζει ο κόσμος όλος».

Και όταν ο Μιστόκλης πάλιν με την βούρτσαν του επ' ώμων, με τον τενεκέ των χρωμάτων παρά πόδας εις μάτην ανέμενε παρά την Νέαν Αγοράν, ως σουβατζής, να προσληφθή εις καμμίαν εργασίαν, υποχρεωμένος εκεί ναπαριθμή τους οψοπώλας και τους κομίζοντας πλήρεις οψωνίων τους καλάθους εις τας οικίας των ευδαιμόνων αστών, έλεγε: — 'Σ πολλά έτη, που ξενοπλένει η γυναίκα μου και βγάζουμε το ψωμάκι . . . .

Γυναίκα δεν εγνώρισα, επίορκος δεν είμαι, δεν επεθύμησα ποτέ ούτε 'δικόν μου πράγμα, ποτέ μου δεν επάτησα τον λόγον τον δοσμένον, δεν θέλω κ' ένα δαίμονατον άλλον να προδώσω, κ' ίσα μ' αυτήν μου την ζωήν λατρεύω την αλήθειαν! Πρώτον μου ψεύδος είν' αυτό, κατά του εαυτού μου. Αυτός που είμ' αληθινά, ιδού με, ιδικός σου και δούλος της πατρίδος μας εις ό,τι διατάξη.

ΛΥΚΙΝΟΣ. Αναμφιβόλως εκείνο το οποίον έπαθα προ ολίγου, όταν είδα μίαν ωραιοτάτην γυναίκα, είνε ό,τι επάθαιναν όσοι αντίκρυζαν την Γοργόνα• διότι ακριβώς παρ' ολίγον να μεταβληθώ εξ ανθρώπου εις πέτραν από την κατάπληξιν. ΠΟΛΥΣΤΡΑΤΟΣ. Βέβαια θα ήτο εξαιρετικόν και λίαν καταπληκτικόν το θέαμα, αφού και τον Λυκίνον ηδυνήθη να εκπλήξη, και μάλιστα όταν το αντικείμενον ήτο γυναίκα.

Είναι ολίγοι χρόνοι ακολούθησεν αυτός, που ευρίσκονταν εις την Δαμασκόν ένας γέροντας πραγματευτής, ονόματι Βανάης· είχεν αυτός ένα ευμορφώτατον σπήτι με δύο μαγαζιά γεμάτα από πανιά της Ινδίας, και άλλα διάφορα μεταξωτά πλούσια· είχε και μίαν νέαν γυναίκα, που εις την εμορφιά ημπορούσε να παρομοιασθή με εκείνην της Ρετζίας.

Η γυναίκα τούτη προτού να μας δειχτή στο δράμα, πρωτοστάτησε ζητημένη σε όλο της το πλάτος μέσα στο μυθιστόρημα της «Χειραφετημένης». Θα έπρεπεν εδώ, αν το είχα πρόχειρο, να σου ξαναδιαβάσω το άρθρο που βάλθηκε στο «Άστυ» για τη «Χειραφετημένη» το Μάη του 1900.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν