Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
ΜΑΚΒΕΘ Είμαι ο Μάκβεθ! ΣΙΒΑΡΔΟΣ Να μου 'προφέρη όνομα κι' ο Σατανάς δεν έχει που να μισώ όσον αυτό! ΜΑΚΒΕΘ Και τόσον να φοβήσαι. ΣΙΒΑΡΔΟΣ Ψεύδεσαι, τύραννε φρικτέ! Θα σ' αποδείξω ψεύστην με το σπαθί οπού κρατώ! Σ' εγέννησε γυναίκα! Γελώ τον κίνδυνον, σπαθί δεν με τρομάζει, όχι, γέννημ' αν ήναι γυναικός όποιος 'ς το χέρι τώχει.
Ήτον σχεδόν να πλησιάση η νύκτα, οπόταν ήλθεν εκείνη καβάλλα επάνω εις ένα άλογον άσπρο πλουσίως στολισμένον, ομοίως και αυτή στολισμένη με πλούσια λευκά φορέματα και με ένα στεφάνι από λουλούδια εις το κεφάλι, ακολουθώντας το κορμί του ανδρός της, που έξ άνθρωποι τον έφερναν επάνω εις τους ώμους των βαλμένον εις ένα στολισμένον κρεββάτι· όπισθεν αυτής δώδεκα σκλάβες επάνω εις άλογα ενδεδυμένες άσπρα φορέματα και λαμπρώς στολισμένες την εσυντρόφευαν· και κοντά εις αυτές, πολλοί λαλητάδες με διάφορα όργανα τες ακολουθούσαν, ήρχονταν έπειτα οι ιδικοί της και οι φίλοι της χορεύοντες και τραγουδούντες, διά να φανερώσουν την χαράν που είχαν, εις το να έχουν μέρος εις τες οικογένειες των, και μέρος διά φιλενάδα, μίαν γυναίκα τόσον γενναίαν που εθυσιάζονταν.
— Έχεις δίκη ο γυναίκα! είπε ταπεινή τη φωνή, έχεις δίκηο . . . . Και εντρεπόμενος να εξακολουθήση μεγαλοφώνως, συνεπλήρωσεν ενδομύχως την φράσιν του: Τα χρήματα χαλούν τον άνθρωπον. — Σαλέπι ζεστό! ηκούσθη αίφνης φωνή βραγχώδης από της οδού. — Νά! ξημέρωσε, είπεν εγειρομένη της κλίνης της η κυρά Μαριώ. Στάσου να σου πάρω λιγάκι σαλέπι να ζεσταθής.
Οι άλλοι αγαπητικοί της έπασχαν και αυτοί να κρατούν την φιλίαν της, δίδοντες και αυτοί μεγάλα χαρίσματα, τόσον που αυτή η γυναίκα επλούτησε από τες γύμνωσές μας. Αφού και έφθειρα όλον το έχειν μου μην έχοντας πλέον να εξοδεύσω, εφοβούμουν πως η αγαπημένη μου δεν θα με ήθελε δεχθή πλέον με εκείνην την προθυμίαν, που με εδέχονταν.
Κατόπιν λοιπόν πάλι αφού εγώ και η καλή γυναίκα μου γεννήσαμε αυτόν τον γυιο, τρανό καυγά για τώνομά του αρχίσαμε. Στήσαμε για πολύν καιρό καυγάδες και βρισίδι, αλλά συμβιβασθήκαμε, και τέλος Φειδιππίδη τον βγάλαμε.
Διά τούτο η κυρά-Μιχάλαινα, η γυναίκα του, μία γυναίκα κοντή και χονδρή, ως τα κοντόχονδρα βαρέλια του οινοπωλείου, ήτο καταχαρουμένη όλην την ημέραν του μεγάλου Σαββάτου.
Τέλος κατορθώνει να κράξη: — Η σκούναις μου, μωρέ γυναίκα! η σκούναις μου! Αλλ' εν τη τάσει εκείνη της κάμψεως του σώματός του, απεσπάσθη το σιδηρούν δρύφακτον του μαρμαρίνου εξώστου, όπερ καταπεσόν, παρέσυρε προς την θάλασσαν και τον καπετάν-Τσούρμαν τον Παπαργυρόν μετά δεινού των υδάτων πλαταγισμού.
ΦΙΛΟΣ. Αυτή η ανδροπρεπής είνε η Αρετή, εκείνη δε η άλλη είνε η Σωφροσύνη, και η Δικαιοσύνη αυτή που στέκεται πλησίον της. Αυτή που πηγαίνει μπροστά είνε η Παιδεία, η άλλη δε που μόλις διακρίνεται και έχει το χρώμα αμφίβολον είνε η Αλήθεια. ΛΟΥΚ. Δεν βλέπω ποίαν λέγεις. ΦΙΛΟΣ. Δεν βλέπεις εκείνην την αστόλιστη γυναίκα, η οποία διαφεύγει και διολισθαίνει; ΛΟΥΚ. Τώρα μόλις την διακρίνω.
Μια μαγική κλωστή έμοιαζε να συνδέει τις γυναίκες διεγείροντάς τες με τρόπο κόσμιο και φλογερό. Η σειρά των γυναικών άρχισε να διπλώνεται σχηματίζοντας αργά έναν κύκλο. Κάθε τόσο μια γυναίκα έμπαινε στο χορό∙ έλυνε τα χέρια από δυο διπλανές και τα ένωνε με τα δικά της και έτσι μεγάλωνε η κόκκινη και μαύρη γιρλάντα πίσω από την οποία κινιόταν το κρόσσι των σκιών.
Είπες θάλασσα, είπες γυναίκα το ίδιο κάνει. Και τα έλεγεν αυτά ο άνθρωπος που έφαγε τη ζωή του στο καράβι· που ο πατέρας, ο πάππος, ο προπάππος όλοι ως τη ρίζα της γενεάς εξεψύχησαν απάνω στο παλαμάρι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν