Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
Και σα θυμήθηκαν κι' οι διο, ο ένας τους το γιο του θρηνούσε, στ' Αχιλέα ομπρός τα πόδια 'να κουβάρι, 510 πικρά κι' ο άλλος έκλαιγε το γέρο του, ή και πάλι το βλάμη του, κι' οι στεναγμοί παντού τριγύρω αχούσαν.
Επειδή είχα κάμει πρώτον ένα γιο, δεύτερη μια θυγατέρα και τρίτο τον Άστυλο, εθαρρούσα πως ήτανε αρκετή η γεννιά· κι άμα γεννήθηκε ύστερ' απ' αυτά το παιδί τούτο, το πέταξα, βάζοντας μαζί του τα πράγματα αυτά, όχι για σημάδια παρά για νεκρικά. Μα άλλα της τύχης τα γραμμένα. Επειδή το μεγαλύτερο παιδί κ' η θυγατέρα επέθαναν από την ίδια αρρώστια την ίδια ημέρα.
Κι' ο αντριωμένος Λιονταράς γιο σφάζει τ' Αντιμάχου με τ' όπλο, τον Απόμαχο, χτυπώντας τον στη ζώνη· απέ ξαμώνει τη βαριά απ' το φηκάρι σπάθα, 190 κι ορμώντας μέσα απ' το σωρό, τον Αντιφάτη πρώτα από κοντά τρυπάει — κι' αφτός ανάσκελα ήρθε κάτου — έπειτα και το Γιαμενό το Μένο τον Ορέστη, όλους τους στρώνει απανωτούς στη γης την καρποδότρα.
Οι άντρες εχαιρόντανε μαζί με το Διονυσιοφάνη που βρήκε το παιδί του και περισσότερο σαν έβλεπαν την ομορφιά του Δάφνη· οι γυναίκες εχαιρόντανε μαζί με την Κλεαρίστη που έφερνε μονομιάς και γιο και νύφη· επειδή τις εθάμπωσε κ' εκείνες της Χλόης η ομορφιά, που δε μπορούσε να βρεθή σ' άλλη. Με λίγα λόγια όλ' η πολιτεία επήγαινε να ιδή το παλληκάρι και την κοπέλα κ' εκαλοτύχιζαν από τα τώρα το γάμο.
Παρέκει τον Τληπόλεμο, άντρα τρανό λεβέντη, και γιο του Ηρακλή, η σκληρή τον στέλνει μοίρα απάνου στο Σαρπηδό που με θεούς να μετρηθεί μπορούσε.
Δέφτερος τότες ναν τον φάει χοιμίζει ο Αχιλλέας, 595 μα ο Φοίβος δεν τον άφισε τη νίκη ν' απολάψει, τι τον Αγήνορα άρπαξε, και σκεπαστό μ' αντάρα όξω να πάει τον έστειλε χαρούμενο απ' τη μάχη. Κατόπι του Πηλιά το γιο αλάργεβε οχ το πλήθος μ' απάτη· τι όλος μιάζοντας ο προφυλάχτης Φοίβος 600 σαν το λεβέντη Αγήνορα, κινάει κι' ομπρός του τρέχει γοργά, κι' εκείνος χύθηκε ξοπίσω κυνηγώντας.
Όλοι οι θεοί που βρίσκουνται στον ουρανό σ' ακούνε, κι' όλοι είμαστε αποταχτικοί· μονάχα αφτή δε θέλεις να περιορίσεις μια σταλιά, μον έτσι την αφίνεις, 880 τι είναι δικό σου γέννημα το διαστρεμένο πλάσμα! Να τώρα του Τυδιά το γιο, τον άπιαστο Διομήδη, τον έχει χέρι σε θεούς βαλμένα να σηκώνει. Την Κύπρη πρώτα πλήγωσε από κοντά στο χέρι, όμως κατόπι σα στειχιό μου ρήχτηκε κι' εμένα.
Μα με καιρό είπε ο Φοίνικας ο γερο-αλογολάτης, σπώντας στα δάκρια, τι έτρεμε μην πάθουν τα καράβια «Στο νου πια αν τόβαλες να πας, λεβέντη μου Αχιλέα, και να βοηθήσεις μια σταλιά δε θέλεις τα καράβια 435 απ' τη φωτιά, σαν που θυμός σού πείσμωσε τα σπλάχνα, πώς τότες θέλεις πίσω σου, παιδί μου, εδώ να μείνω μόνος; Μ' εσένα μ' έστειλε ο γέρος σου πατέρας τότε όταν απ' τη Φτιά στο γιο τ' Ατριά σε προβοδούσε, αρχάρη ακόμα κι' άπραγο, ακάτεχο από μάχες 440 και συντυχές όπου αποχτούν φήμη και δόξα οι άντρες.
Τότες ο Αίας φώναξε στον άρχο Πολυδάμα «Λόγιασε εδώ, του Πάνθου γιε, και πες μου την αλήθια. 470 Τι λες; Αξιζει αφτός εδώ ο άντρας τ' Αρηλύκου τον άξιο γιό; Όχι ποταπός και ποταπώνε σπέρμα, Μον σα να φαίνεται αδερφός του ξακουστού Αντηνόρου ή γιος· τι εκείνου πιο θαρρώ κορμοστασά 'χει κι' όψη.» Έτσι είπε τάχα — μα καλά τον ήξερε — και πίκρα 475 μπήκε στων Τρώων την καρδιά.
Έτσι είπαν, και τα φοβερά φορέσανε άρματά τους. 254 Κι' έδωκε στου Τυδιά το γιο ο άξιος Θρασυμήδης 255 δίστομο λάζο — τι άφισε στα πλοία το δικό του — κι' ασπίδα, και του φόρεσε έναν ταβρήσο σκούφο με δίχως φούντα ή χάλκινα στεφάνια, π' απλοσκούφι τον λεν και των παλικαριών γλυτώνει τα κεφάλια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν