Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


Όλος χαρά και δάκρυατο λόγο του Κωλέττη: « Κωλέττη μου! . . . πατέρα μου! « Σ' έχω συγχωρημένο, » Αφ' όταν το κουφάρι μου »'Βρέθηκε κρεμασμένο « Μες την ψηλή Ακρόπολι. . . . » Μην έχης πλειό σεκλέτιΣιγάνε και σηκόνεται Ο υιός της Καλογραίας , Της Άρτας το προπύργιο. Φαγάς των Οσμανλίδων, 'Σηκώθηκε κ' εσείσθηκεν Ο τόπος. Των Ατρείδων 'Σάν να επρόβαλε κανείς, Ή ο φρικώδης Αίας.

Έπειτα η σκληράδα της προς τον άντρα που δεν έπεσ' επί τέλους και σε κανένα μεγάλο κρίμα, παρά που βρέθηκε σε μια κρισιμώτατη ξαφνική στιγμή, που λυγίζει και τους δυνατούς, πιασμένος μέσα σε κάποια επιτήδεια στημένα βρόχια, αφού μάλιστα δοκίμασε ο άνθρωπος και να αντιοταθή όσο του είτανε βολετό· έπειτα η σκληράδα της προς τον άνδρα που δεν έκαμε παρά ό,τι κάνουν όλοι σχεδόν οι κύριοι, και κοντά σ'αυτούς, όσο και κρυφότερα απ' αυτούς, πόσες γοητευτικές ομόφυλες της Μαρίας!

Αυτός οδήγησε πρώτα-πρώτα τον Αγαθούλη και το Μαρτίνο στην Κομεντί· Παίζανε μια νέα τραγωδία. Ο Αγαθούλης βρέθηκε καθισμένος πλάι σε μερικούς, που ξέραν από τραγωδίες. Αυτό δεν τον εμπόδισε να κλαίη σε σκηνές, παιγμένες τέλεια.

Έκανε τώρα να γυρίση πίσω, λαχανιασμένη, μόλις σέρνοντας τα πόδια της, κ’ έξαφνα βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με μια γειτόνισσα απ’ τον κάτω δρόμο, την Κερ-Αριστείδαινα, πούτον αδερφή της χήρας του δικαστικού κλητήρα που κατοικούσε πλάι, κ’ ερχόταν κι αυτή να ρίξη τα σκουπίδια της. Καλέ κορίτσι μου, της λέει εκείνη μόλις που την αντίκρυσε, τρελλάθηκες, στην κατάσταση που βρίσκεσαι, να σηκώνης κοτζάμ κασσόνι και να το κουβαλάς μισή ώρα δρόμο ! Δεν πας να δης στον καθρέφτη τα χείλια σου πως γινήκανε!

Και καθώς η δεσποινίς Κυνεγόνδη είχε μεγάλη κλίση για τις επιστήμες, παρατηρούσε χωρίς ν' ανασαίνει τα δευτερωμένα πειράματα, στα οποία βρέθηκε θεατής.

Ανταμωθήκανε στους όχτους του ποταμού, ο καθένας από τη δική του μεριά, ο ποταμός ανάμεσα, μόνοι τους. Οι ανθρώποι τους παραμερισμένοι κάτι μακρήτερα. Άρχισε τότες η ομιλία. Είπε πρώτα ο Θοδορίχος τα παράπονά του, από τον καιρό που βρέθηκε γελασμένος στα στενά του Αίμου.

Ωςτόσο ποιος δεν παρατήρησε ή δε βρέθηκε σε θέση να παρατηρήση τι χοντρά, τι βάρβαρα, τι χυδαία κάθε γλώσσα μας παρασταίνει όσα νοιώθει η αθρώπινη καρδιά; Όπως για να πούμε τα χρώματα, έτσι για να πούμε και τα αιστήματα, δεν έχουμε παρά φτωχές κακορίζικες λέξες.

Όταν το λοιπόν άρχισε το ανεμοσκόρπισμα, πρώτος ο Αντρέας ο Μορφόπουλος βρέθηκε σε θέση να πάρη ένα μοιράδι. Πήρε ίσαίσα εκείνο που είχε τα χτίρια των προγόνων του. Τώρα ήταν σωροί λιθάρια· μα δεν τον πείραξε. Τα σύναξε με σεβασμό κ' έχτισε όπωςόπως το σπιτάκι του. Τόχτισε όχι για να καλοκαθίση παρά για να σκεπαστή προσωρινά. Στρατόπεδο έκαμε, όχι κατοικία.

Σηκώθη απ' όλους πριν πολύ ο βασιλιά Αγαμέμνος, κατόπι του Τυδέα ο γιος, ο άφοβος Διομήδης, κατόπι οι Αίιδες οι διο, ψημένα παλικάρια, κατόπι ο άξιος Δομενιάς, μαζί κι' ο παραγιός του 165 Μηριόνης, ισοδύναμος του θνητοφάγου τ' Άρη· ο Βρύπυλος κατόπι, γιος καμαρωτός του Βαίμου· όρθιος κι' ο Θόας βρέθηκε κι' ο γνωστικός Δυσσέας. Αφτοί όλοι με τον Έχτορα να χτυπηθούν ζητούσαν.

Ένα πρωί βρέθηκε νεκρός στη δημοσιά, πάνω στη γέφυρα, μετά το χωριό. Πρέπει να είχε πεθάνει από συγκοπή, επειδή δεν είχε κανένα ίχνος βίας επάνω του, μόνο μια μικρή πράσινη κηλίδα στο λαιμό, κάτω από το σβέρκο.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν