Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Δεν εφαίδρυνον όμως και τον οίκον αυτών οι ξένοι· πολλάκις δε τα όμματα της πλουσίας αλλ' ερήμου οικοδεσποίνης εθόλονε μελαγχολία, και δάκρυ δειλόν ανέβλυζεν υπό τα βλέφαρά της, οσάκις από της σιγής του θαλάμου της εθεώρει διά του παραθύρου εις την απέναντι πτωχικήν αυλήν, και έβλεπε τα ακτένιστα παιδία του γείτονος παίζοντα εν φωναίς και θορύβω το κ ε ρ ά κ ι και τον κ ρ υ π τ ό ν.
Είπε· και αυτή περίχαρη πετάχθη από την κλίνη, την γραία σφικταγκάλιασε, και από τα βλέφαρά της έρριξε δάκρυ κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα· «Έλα, βυζάστρα μου καλή, φανέρωσέ μου τώρα, 35 αν έφθασεν αληθινά 'ς το σπίτι του, ως μου λέγεις, πώς τους αισχρούς κατώρθωσε μνηστήραις να κτυπήση μόνος, και κείνοι πάντοτε μέσ' ήσαν ενωμένοι».
Εσύ, παππά μου, να τον μεταλάβης και έπειτα να φύγης. Εγώ θα μείνω. Όλην του την ζωήν την επέρασεν έρημος και μόνος, ας έχη ένα χριστιανόν εις το πλευρόν του, ενώ αποθνήσκει, ο κακόμοιρος! — Είσαι αλήθεια καλός χριστιανός, Γεροθανάση. Ο Θεός να σ' ευλογήση! Αλλά το χρέος τούτο είναι ιδικόν μου, και θα το εκτελέσω εγώ. Εγώ θα του κλείσω τα βλέφαρα.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ Καδμείοι, εκείνος πόχει την αρχή στα χέρια και στην πρύμνα της πολιτείας γυρνάει το δοιάκι χωρίς να κλή τα βλέφαρά του ο ύπνος πρέπει σύμφωνα να μετρά με τους καιρούς τα λόγια.
Λησμονείς, είπε, ότι έχεις επάνω σου την δεξιάν πτέρυγα αετού; Αυτό το ξέρω, απήντησα• αλλά τι κοινόν υπάρχει μεταξύ πτέρυγος και οφθαλμού; Ότι, είπεν ο Εμπεδοκλής, ο αετός έχει την όρασιν πολύ οξυτέραν από τα αλλά ζώα, ώστε μόνος αυτός δύναται να βλέπη ατενώς προς τον ήλιον• διακρίνεται δε ο βασιλικός και γνήσιος αετός εκ τούτου, αν βλέπη προς τον ήλιον χωρίς να κλείη τα βλέφαρα.
Ο σφυγμός ήτο ανεπαίσθητος, αι κόραι των οφθαλμών έμενον ακίνητοι όταν ανυψούντο τα βλέφαρα και προσεφέρετο φως· τα χείλη και άπασα του σώματος η επιφάνεια πελιδνά· το δέρμα κρύον και ξηρόν αναπνοής ουδ' ίχνος, ούτε επί προσφερομένου εις το στόμα κατόπτρου ούτε διά της δονήσεως του φωτός λαμπάδος, η δε καρδία ήτο κακείνη καθ' ολοκληρίαν σιωπηλή.
««Ως η έλαφος επιποθεί τας πηγάς των υδάτων, ούτω και η ψυχή μου εδίψησε προς σε, αδελφή μου . Θρήνος κατέλαβε με και ύδωρ ρέουσι τα βλέφαρά μου . Τα δάκρυα είναι η τροφή της ημέρας και των νυκτών μου ο ύπνος . Ο πεινών ονειρεύεται άρτους, καγώ σε είδον καθ’ ύπνους, Ιωάννα αλλ' εξύπνησα και δεν σε εύρον πλησίον μου. Αναβάς τότε τον όνον μου τον μαύρον ήλθον εις το σκήνωμά σου το άγιον.
Ο Έφις τον είχε δει λίγο πριν πάνω στο μικρό κρεβάτι κατά μήκος του τοίχου, με τα βλέφαρα κλειστά, τόσο λεπτά που έμοιαζε να τα διαπερνά το γαλάζιο των ματιών, με τα πυρόξανθα μαλλιά του πάνω στο λευκό του μαξιλαριού και τις γροθιές σφιχτές σαν μωρό που ονειρεύεται. Είχε ξεχάσει καταγής αναμμένο το φως.
Θυμάσαι τότε που ήρθες στο Μύλο και σε ρώτησα πού πήγαινες; Κι εσύ απάντησες: σ’ ένα ωραίο μέρος. Δεν το θυμάσαι; Άνοιξε τα μάτια, κοίταξέ με. Πού πήγες;…» Ο Έφις άρχισε πάλι να αισθάνεται άσχημα. Άνοιξε για μια στιγμή τα μάτια, τα ξανάκλεισε∙ ήταν κιόλας βαριά τα βλέφαρά του από τον ύπνο του θανάτου.
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· «Εάν εδώ καθήμενος εμέ να τέρπης, ξένε, ήθελες, δεν θα χύνονταν ύπνος 'ς τα βλέφαρά μου· 590 αλλ' άυπνοι παντοτινά δεν γίνεται να μένουν οι άνθρωποι· και των θνητών εις κάθε πράγμα μέρος διώρισαν οι αθάνατοι, 'ς την γη την σιτοδώρα. αλλ' εγώ τώρα θ' αναιβώ 'ς τ' ανώγι να πλαγιάσω 'ς την κλίνην πολυστένακτην, 'που δάκρυα την ποτίζουν 595 τα μάτια μ' από την στιγμήν οπ' έφυγ' ο Οδυσσέας, την Κακοΐλιον να ιδή την τρισκαταραμένην· κει θα πλαγιάσω εγώ· και συ 'ς το σπίτι εδώ κοιμήσου· ή στρώσε χάμαι ή θέλησε να σου ετοιμάσουν κλίνη».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν