United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σας παραγγέλνει αγάπη και σωτηρία. Βασίλισσα, να η γλώσσα της που τη φέρνουμε. — Φονηάδες, εφώναξε η Ιζόλδη, δώστε μου πίσω τη Βραγγίνα, την αγαπητή μου υπηρέτρια. Δεν ξέρατε ότι ήτανε η μόνη μου φίλη; Φονηάδες, δώστετή μου πίσω. — Βασίλισσα, σωστά έχουνε πη: «Η γυναίκα αλλάζει σε λίγες ώρες. Την ίδια ώρα η γυναίκα γελάει, κλαίει, αγαπάει, μισεί». Την εσκοτώσαμε, καθώς διατάξατε.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Βοήθησέ με να εξέλθω, αγαπητή μου Χάρμιον· θα πέσω· δεν είνε δυνατόν να παραταθή πολύ η κατάστασις αύτη· δεν αντέχουν αι φυσικαί μου δυνάμεις. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τώρα, προσφιλής μου βασίλισσα . . . ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Στάσου μακράν, σε παρακαλώ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τι συμβαίνει; ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Βλέπω εκ των οφθαλμών σου ότι έχεις καλάς ειδήσεις. Τι λέγει η σύζυγος; Δύνασαι να αναχωρήσης.

Ο Βασιλιάς πήρε τα γάντιά του τα στολισμένα με γουναρικό. «Αυτή, σκέφτηκε μου τάφερε άλλοτε από την Ιρλανδία!. ..» Τάβαλε στα κλαδιά για να κλείση την χαραματιά από την οποία έμπαινε ο ήλιος. Έπειτα απαλά-απαλά τράβηξε το δαχτυλίδι με τα σμαράγδια που είχε δώσει στη Βασίλισσα: με πόση δυσκολία μπήκε τότε το δαχτυλίδι!

Ωραιοτάτη μου βασίλισσα, απεκρίθη το βασιλόπουλον Καλάφ, εγώ ηξεύρω καλώτατα όλον εκείνο που ημπορεί να ειπής επάνω εις ετούτην την υπόθεσιν. Πρόβαλε, αν ορίζης, τα αινίγματά σου, και εγώ θέλω κάμει το δυνατόν διά να εύρω την διάλυσιν.

Μα τι ώφελος κι' αν έρριχνε τώρα, καλοκομμένα ξυλάκια στο νερό της πηγής; Η Ιζόλδη δε θαρχότανε πεια. Με φρόνιμα και αλαφρά βήματα, από το μονοπάτι που έπερνε άλλοτε η Βασίλισσα, ετόλμησε να πλησιάση στο Παλάτι. Στο δωμάτιό της, στα χέρια του Μάρκου αποκοιμισμένου, έμενε άγρυπνη η Ιζόλδη.

Ξαφνικά, από τα μισοανοιγμένα τζάμια του παραθύρου όπου έπαιζαν η ακτίνες του φεγγαριού, μπήκε η φωνή ενός αηδονιού. Η Ιζόλδη άκουγε την καθαρή και γλυκειά φωνή που ερχότανε να μαγέψη τη νύχτα, κ' η φωνή ανέβαινε παραπονετικήτόσο γλυκειά που καμμιά σκληρή καρδιά, ούτε φονηά καρδιά δε θα μπορούσε να την ακούση δίχως να συγκινηθή. «Από που νάρχεται αυτή η μελωδία;...» σκέφτηκε η Βασίλισσα.

Ύστερον ο Δαλήκ άρχισε να του διηγηθή τα βάσανά του, και τους τόσους πόνους που απέρασε και την αιτίαν που ήλθεν εις αυτό το νησί, και τα όσα η βασίλισσα έκαμε διά να την αγαπήση.

Ζητούσε έλεος, με τόσο λυπητερή και τρυφερή φωνή, που τη λυπηθήκανε και της είπαν: «Κόρη, για να θέλη η Βασίλισσα Ιζόλδη το θάνατό σου, η κυρία η δική σου και η δική μας, χωρίς άλλο, κάποιο μεγάλο άδικο της έχεις κάνει». Απάντησε: «Δε γνωρίζω, φίλοι. Μοναχά ένα άδικο θυμάμαι.

Και να κάμουνε τάχα τι; Ο Βασιλιάς να βγάζη τα βασιλικά του τα φορέματα, κ' η Βασίλισσα, χλωμή και παραζαλισμένη, να του φέρνη μια πρόστυχη φορεσιά παραγυιού, και σε λιγάκι να βλέπη τον άντρα της ντυμένο χωριάτικα, σα να μην είταν εκείνος που κυβερνούσε όλη την Αττική!

Ναι, ω βασίλισσα, λέγει ο Ρουσκάδ, ομολογώ ότι έχω άδικον, που δεν εφύλαξα με προσοχήν τον νόμον που μου έδωσες, με όλον τούτο δεν είμαι χωρίς ανάπαυσιν, επειδή και το στράτευμά μου πρέπει να χαθή μην έχοντας ζωοτροφίαν.