United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αμέσως η Βασίλισσα μετάνοιωσε. Όταν έμαθε από τον Ντινάς ντε Λιντάν με πόση λύπη έφυγε ο Τριστάνος άρχισε να πιστεύη ότι ο Περινίς της είχε πη την αλήθεια. Ότι ο Τριστάνος δεν είχε φύγει, προκαλεσμένος στ' όνομά της. Ότι πολύ άδικα τον έδιωξε: «Πώς, συλλογιζότανε, σας έδιωξα λοιπόν σας, Τριστάνε, φίλε! Τώρα πεια με μισείτε και ποτέ δε θα σας ξαναϊδώ.

Συ δε, βασίλισσα, ασμένως τότε θα εδέχεσο να μοι δώσης την θυγατέρα σου εις γάμον και εγώ προθύμως θα εδεχόμην να συνεκστρατεύσω μετά των λοιπών Ελλήνων προς το Ίλιον. Τώρα όμως εις ουδέν με υπολογίζουν οι αρχιστράτηγοι, και ελευθέρως πράττουν ό,τι θέλουν, είτε καλόν είτε κακόν.

Καίσαρ ο κοσμοκράτορας, νεκρός και χώμα καμωμένος, εις κάποιαν τρύπαν έτυχε ως φραγμός του ανέμου διωρισμένος· θαύμα! ο πηλός εκείνος, 'πού την γην είχε κατατρομάξη, τοίχον, ιδέ, σου χρίζει απ' τον Βορειά τους άλλους να φυλάξη. Πλην στάσου! στάσου! παραμέρισε! Δεν βλέπεις; ο Βασιλέας, η Βασίλισσα και όλοι

Κυρά, της λέγει τότε ο βασιλεύς της Κίνας, ο Ρουσκάδ, κάνει χρεία να ομολογήσωμεν πώς δεν είναι πράγμα πλέον θαυμαστόν από τούτο. Κύριε, του απεκρίθη η βασίλισσα, εσύ ημπορείς από τούτο να πιστεύσης εκείνο που σου είπα, πώς δεν σου εδιηγήθηκα ένα μύθον.

Κι' αν πάψω εγώ τον αργαλειό, κι' αν πάψω το τραγούδι, Ποιος θα μου υφάνη τα προικιά και τα μεταξωτά μου; — Εγώ θα βάλω γλήγορα υφάντραις να τα υφάνονν. Εγώ θα στείλω προξενιά, γυναίκα να σε πάρω. Του παλατιού βασίλισσα, κυρά μου να σε κάμω. — Του ποιου ν' το συμπεθεριακό, του ποιου 'ν' αυτό το ψίκι Που κατεβαίνει απ' τα βουνά πεζούρα και καββάλλα Με τα ψιλά τα φλάμπουρα, με τα διπλά παιγνίδια.

Και εις αυτό το αναμεταξύ που αυτοί εθρηνούσαν και εγύρευαν τον βασιλέα τους, αυτός ο ευτυχισμένος βασιλεύς ευρίσκονταν εις την ακμήν της ευτυχίας του, εις το νησί Χαρμοστάν, εις το οποίον εφέρθη διά προσταγής της Κεριστάνης. Ετούτη η Βασίλισσα αφού ανέβη εις τον θρόνον, έβαλεν όλην της την επιμέλειαν εις τες διόρθωσες του βασιλείου της και εις τον καλλωπισμόν της μεγαλειότητός της.

Ο βασιλιάς ο άνδρας της την έβλεπε και του καιγότανε η καρδιά του. Έφερε όλους τους γιατρούς και τους μάγους του βασιλείου, μα κανένας δεν μπόρεσε να την γιατρέψη. Κ' η βασίλισσα έκλαιγε μερόνυχτα και τα μάτια της είχαν μαραθή από τον πόνο και την αγρύπνια. Η βασίλισσα καθότανε όλη την ήμερα μέσα στο μεγάλο περιβόλι του παλατιού κ' έκλαιγε τον πόνο της.

Ο Μάρκος παράγγειλε στον Τριστάνο με τους βαρώνους του, ν' απομακρυνθή δίχως αναβολή. Τότε ο Τριστάνος πλησίασε τη Βασίλισσα, να την αποχαιρετίση. Κυττάχτηκαν στα μάτια. Η Βασίλισσα ντράπηκε μπρος στον κόσμο και κοκκίνησε.

Ο Γκορνεβάλης ξεπετιέται από τον κρυψώνα του, πιάνει το χαλινό, και συλλογιζόμενος στη στιγμή όλο το κακό πούχε κάμει αυτός ο άνθρωπος, τόνε ρίχνει κάτω, τον κάνει κομμάτια, και φεύγει, πέρνοντας μαζύ του το κομμένο κεφάλι. Κει κάτω στη χορταρένια καλύβα, ο Τριστάνος και η Βασίλισσα κοιμούνται σφιχτά αγκαλιασμένοι, απάνω στην ανθισμένη χλόη.

Οι υπηρέτες τρέχουνε στο δωμάτιο όπου με αυστηρή επίβλεψι φυλάνε τους αγαπητικούς. Τραβάνε τον Τριστάνο από τα σκοινιά. Καλέ Θεέ! τι χυδαιότης να τόνε δέσουν έτσι. Κλαίει για την προσβολή, μα τι ωφελούν τα δάκρυα; Αισχρά τον πέρνουν και τον πάνε. Και η Βασίλισσα, σχεδόν τρελλή από αγωνία, φωνάζει: «Αν μπορούσα να σκοτωθώ, φίλε, για να σωθής, τι μεγάλη χαρά