United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα τι τα θέλει κι' όλα αφτά μου τ' αναδέβει ο νους μου; Με δίχως τύχη αν πολεμάς θεοπροστάτεφτο άντρα, μεγάλο δεν αργεί κακό να βγει σου στο κεφάλι. Έτσι πιος θάβρει φταίξιμο αν δει πως τάχα ομπρός του 100 τραβιούμαι, αφού στον πόλεμο θεός τον διαφεντέβει; Μα ας είταν κάπου νάβρισκα τον αντριωμένο μου Αία!

Η Αφέντρα δεν ανησύχει, είξευρεν ότι ο σύζυγός της ήτον «αργοστόλιστος». Ωμοίαζε με την νύμφην που αργεί να στολισθή και, ως νύμφη, επερπατούσε καμαρωμένα. Α! νύμφη! . . . Υπήρξε και αυτή νύμφη . . . Το ενθυμείτο ακόμη . . . Και πώς να το ξεχάση; Οκτώ χρόνια, η πενθερά της, «τους είχε ψήσει το ψάρι εις τα χείλη», αυτής και των οικείων της. Ο Αγάλλος ήτον περιμάχητος γαμβρός.

Μα ο τύπος το ζω δε βρίσκεται παρά στα χωριά· δεν κατάντησε γενικός. Η κοινή γλώσσα άργησε κι ακόμη αργεί να τον παραδεχτή. Ισως μερικοί νομίζουν, ίσως μάλιστα και σας είπαν που δεν αγαπώ την καθαρέβουσα. Πόσο μ' αδικούν! πόσο με κατηγορούν!

Τόσον λυσσώδης πόθος παραφέρει τον στρατόν των Ελλήνων να πλεύσωσιν ως τάχιστα κατά της χώρας των βαρβάρων και εκδικήσωσι την αρπαγήν της ελληνίδος συζύγου, ώστε, εάν εγώ απειθήσω εις την προσταγήν της θεάς, θα φονεύσουν και τας εν Άργει θυγατέρας μου και υμάς εδώ και εμέ αυτόν ακόμη. Όχι, κόρη μου, δεν υπακούω εγώ δουλικώς εις τον Μενέλαον ούτε πράττω τι διότι αυτός το θέλει.

Νιόθω κάψι στο κορμί μου· Πήρες κρύο, στη ζωή μου, Και το πήρες την αυγή· Κάμε αρχή φλεβοτομή σου, Και κατόπι καθαρή σου· Σου περνάει, δεν αργεί. Αμ τα τεχνικά του χέρια, Για βεντούζαις, για μαχαίρια, Πού είμ' άξιος να ειπώ! Τα αφίνω. τι απεικάζω, Σε κεφάλι δεν τα βγάζω. Όμως δυο δεν τα σιωπώ.

Ούλες της φορές τα διπλάρικα δεν πέφτουν μαζύ, απ' την κοιλιά. Το ένα, το πλειό αδύνατο απ' τα δυο, αργεί και ώρες και 'μέρες να πέση. — Αλήθεια! Έχω ακουστά μου, είπεν ο Γιάννης. — Κατά πώς φαίνεται, συνεπέρανε λίαν σοβαρά η Φραγκογιαννού, αυτήν την φορά το ένα το παιδί θα πιάστηκε ύστερ' απ' το άλλο. — Αυτό είναι τάχα; είπε με ήθος οίκτου ο Λυρίγκος.

Θα προφασισθώ, επειδή το Κρινιώ αργεί να έλθηίσως να μην είν' έτοιμο το φαΐπως πείνασα τάχα πολύ, κ' επροτίμησα να φάμε όλοι στο σπίτι, για να βγάλω απ' τον κόπο και το Κρινιώ, να κουβαλά».

Κατά μάνα κατά κόρη, δε λένε; μα τουλόγου σου, σαν να χάθηκε ο καιρός, εβιάστηκες και πήες κέπιασες χέρα με το Θωμά ... .Καλά το λένε πως αργεί ο φρόνιμος να σφάλη, μα σα σφάλη καλά σφαίνει. Καλέ, εχαθήκανε η κοπελλιές απού το χωριό; Και θα έκανε πολύ δυσαρέστους διά την Πηγήν συγκρίσεις αν δεν την ανεχαίτιζεν οργίλη συνοφρύωσις του Σαϊτονικολή.

Με τα χέρια ενωμένα, μπήκαν στο δωμάτιο των γυναικών. Η μητέρα και η κόρη, καθισμένες σ' έναν καναπέ, κεντούσαν με χρυσή κλωστή ένα πλούσιο ύφασμα της Αγγλίας και τραγουδούσαν κάποιον παληό σκοπό: έλεγαν πώς η ωραία Δοέττη, καθισμένη στον άνεμο κάτω από τον άσπρο βάτο, πεθυμάει και περιμένει το φίλο της, το Ντον, που τόσο πολύ αργεί νάρθη.

Ανεγίνωσκε, και όμως ο νους του ήτο εις την καλύβην. — Διατί αργεί ο Γεροθανάσης; — Ηθέλησε να πλησιάση προς την θύραν της καλύβης, αλλ' εις το μέσον του περιβόλου εστάθη διστάζων. Ηθέλησε να ερωτήση εκείθεν τον γέροντα, αλλά δεν ετόλμησε να υψώση την φωνήν. Επί τέλους ο γέρων εξήλθε της καλύβης. Ο ιερεύς τον ητένισε με βλέμμα ερωτηματικόν. — Ήτον εις βύθος. Τον εξύπνησα με κόπον.