Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Περνώντας εμπρός από την εκκλησία είδε ότι ήταν ανοιχτή και μπήκε. Δεν είχε λειτουργία, αλλά η νεωκόρισσα καθάριζε την εκκλησία και ακουγόταν το θρόισμα της σκούπας στη σιωπή του μισοσκόταδου, λες και οι αρχαίες πυργοδέσποινες περνούσαν από εκεί με τα φορέματά τους από μπροκάρ να σέρνονται στο πάτωμα.

Και καθώς το κύτταζαν ακόμα, είδαν πως ήτον το πρόσωπο της Βεργινίας μες το φεγγάρι-Τότες η Λιόλια έβγαλε ένα μεγάλο «Αχκαι πετάχτηκε ολόρθη με τα χέρια στον αέρα. Κι ο Νίκος ξετινάχτηκε απ’ τον ύπνο κατατρομαγμένος και κατρακύλησε απ’ το σκαλοπάτι. . . . Γύρισ' η Λιόλια να μπη στην κάμαρη· η πόρτα ήτον ανοιχτή. Στο κατώφλι ήτον πεσμένο κάτι άσπρο : το φεγγάρι ήτον πεσμένο στο κατώφλι.

Τους βλέπω ακόμα πλάι πλάι, με τα χέρια γεμάτα άνθη, με τα μάγουλα κοκκινισμένα να πηγαίνουνε μιλώντας από τη μεγάλη αυλή στην ανοιχτή βεράντα. Τα μαλλιά της είτανε τόσο μαύρα, τόσο ξανθά είταν τα δικά του, μα τα βαθιά γαλανά μάτια και των δυο είτανε τα ίδια. Ο ένας με τον άλλον είταν η πιο παράξενη αντίθεση κι όμως μοιάζανε περσότερο παρότι μοιάζουν πάντα μητέρα και παιδί.

ΣΤΑΥΡΟΣ Σας το ζητώ και πάλι για χάρη. Δεν πειράζει αν είναι στη σοφίτα. Τόσο το καλύτερο για μένα. Δεν ξέρετε πόσο μ' ευχαριστεί, ν' ανοίγω το πρωί το παράθυρο, και να βλέπω την ανοιχτή θάλασσα τρικυμισμένη κι ανταριασμένη, και βαθιά τον ορίζοντα θολωμένο και συγνεφιασμένο, και να φαντάζουμαι τον ήλιο και να τονέ λαχταρώ.

Έξω από το λιμάνι στην ανοιχτή θάλασσα, ολόασπρη και φωτεινή πέρα, κάτω από της ακτίνες του ήλιου, ώρμησε το καράβι. Στο Κάρχαιξ, ο Τριστάνος λυώνει από το κακό του. Περιμένει με πόθο τον ερχομό της Ιζόλδης. Τίποτε δε τον παρηγορεί πεια, κι' αν ζη ακόμη, είναι γιατί περιμένει. Κάθε μέρα έστελνε στην παραλία να κυττάξουν μήπως έρχεται το καράβι, και τι χρώμα έχει το πανί του.

Από την ανοιχτή πόρτα φαίνουνταν άλλη απέραντη κάμαρα, κι απ' αυτή άλλη ακόμα, κι από την άλλη, άλλη πάλι, όλες μεγάλες, γυμνές, παράξενες.

Οι ναύτες άπλωναν κι' όλα τα πανιά, και σήκωναν την άγκυρα για ν' αρμενίσουν στην ανοιχτή θάλασσα. «Ο Θεός να σας φυλάη, άρχοντες, ο Θεός να σας βοηθήση να κάνετε καλό ταξείδι. Για ποιον τόπο είσαστε; — Για το Τινταγκέλ. — Για το Τινταγκέλ; Α! άρχοντες πάρτε με και μένα!». Μπαίνει μέσα. Ευνοϊκός αέρας φουσκώνει τα πανιά, το καράβι τρέχει στα κύμματα.

Έλεγα να σου δώσω κανένα βότανο, απ' αυτά που μάζωξα σήμερα στο ρέμμα για να κάμετε ματζούνι για την γυναίκα σου! . . . επειδή είχα μάθει πως ήτον άρρωστη . . . Καλά που βρέθηκε η πόρτα ανοιχτή! . . . Μπαίνω μέσα . . . Ακούω, μπλουμ! την τρομάρα που πήρα!

Τα μάγια, για να μη χαλάσουν με τ’ αντιμαγικά, τα κλειούν στην κλειδωνιά, δηλαδή παίρνουν μια ανοιχτή χεροκλειδωνιά και την κλειούν με το κλειδί της, κι’ ύστερα για να μη βρεθή από κανένα και την ανοίξη, και βγουν τα μαγικά, την πετούν σε βρωμοπήγαδο, δηλαδή σε πηγάδι με νερό ακάθαρτο, την Τρίτη το βράδυ. Δεν μπόρεσα να εξιχνιάσω ποιο άστρο είναι αυτό.

Θυμούμαι τους φίλους που αράζανε στην αποβάθρα μας με τα κότερά τους, θυμούμαι τις εκδρομές με τα κοφινάκια με το φαγί στους δροσερούς ανέμους, τα λουτρά στην ανοιχτή θάλασσα, όπου έμαθε ο Ούλοφ να κολυμπά κι ο Σβάντε κυλιότανε στον άμμο.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν