Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Τέλος επέστρεψεν εις την οικίαν άρρωστη. Η μήτηρ της, ανήσυχος, την επεμελήθη τρυφερά, Όλαι αι γιάτρισσαι της πόλεως με τα φάρμακα και τα ματζούνια ετέθησαν εις ενέργειαν. Αλλ' η φύσις δεν εβοήθει, και η κόρη εχειροτέρευε. Εις μάτην. Η γλυκεία νεάνις εχειροτέρευεν, απήρχετο το περίβλημα, κ' εγίνετο ψυχή.
Και η γριά, ευχαριστημένη που έμαθε ότι το παλικάρι ένα βράδυ στο πανηγύρι είπε: «θα την παντρευτώ», έφυγε χωρίς άλλη κουβέντα. Ο Έφις έμεινε μόνος απέναντι στο κόκκινο φεγγάρι που ανέβαινε στον ουρανό ανάμεσα στους γκρίζους ατμούς του απόβραδου, αλλά ήταν ανήσυχος.
Σύρθηκα μέσα στη σάλα κι έπεσα, σ' ένα διβάνι. Έφτασε κι ο Γιώργος ανήσυχος, τρελλός. Γιώργο μου, Γιώργο μου, να φύγουμε απ' αυτόν τον φονικότοπο, γρήγορα, γρήγορα. Τέλος πάντων ζητήσαμε τηλεγραφικώς τη μετάθεσή μας κ' ελπίζομε να γείνη αύριο μεθαύριο, κι όπου φύγη, φύγη. Ελησμόνησα να σου πω, πως σκοτώθηκαν γιατί νόμισαν πως κοίταζα τον ένα περισσότερο απ' τον άλλο.
Τοιουτοτρόπως ο πλέον ανήσυχος περιπλανώμενος άνθρωπος ποθεί τέλος πάλιν την πατρίδα του, και ευρίσκει εις την καλύβην του, εις την αγκάλην της συζύγου του, εις τον κύκλον των τέκνων του, εις τους κόπους προς συντήρησίν των την ηδονήν εκείνην που μάτην εζήτει μακράν εις τον ευρύχωρον κόσμον.
Με αυτάς τας σκέψεις έφθασεν εις το σπίτι και ήτον έτοιμος να επαναλάβη προς τον πατέρα του τους λόγους του Αστρονόμου διά να γελάση, ότε ήλθεν απ' έξω η μητέρα του και εφάνη ανήσυχος και στενοχωρημένη. — Είντά 'χεις; την ηρώτησεν ο Σαϊτονικολής. — Δεν ακούς, είπεν η Ρηγινιώ, ο νεραϊδής ο Τερερές φοβερίζει και λέει πως ανέν πάρη, λέει, ο Μανώλης το Πηγιό ... — Είντα θα κάμη; Η Ρηγινιώ εδίσταζε.
Εδώ μεν ερωτά ο υποψήφιος, πώς έχει η σύζυγος του εκλογέως, λεχώ από τριών ημερών, και συγχαίρει επί τω νεογνώ· εκεί δε πληροφορείται ανήσυχος, αν προβαίνει τακτική και ακίνδυνος η οδοντοφυία του μικρού.
Η μητέρα του έδραμεν εις την θύραν ανήσυχος. — Μανωλιό, πού πάς, παιδί μου; Για το Θεό μην κάνης κιαμμιά κουζουλάδα. — Δεν πάω ποθές, είπεν ο Μανώλης χωρίς να στρέψη την κεφαλήν και απεμακρύνθη με σπουδήν, κατακυλίων τους λίθους του δρόμου με τους πόδας του. — Άφηςτονε, είπεν ο Σαϊτονικολής απωθών την σύζυγόν του εκ της θύρας.
Δεν παρήλθον πολλαί στιγμαί και ο Μπάρμπα-δήμαρχος παραδόξως ανήσυχος, ου ηκούοντο ολονέν τα βήματα εις το παλαιόν πάτωμα πέρα-δω, πλησιάζει εις την κλαβανήν σιγά-σιγά πάλιν και κράζει· — Να μη καής, Χρυσώ!
— Όχι δεν έρχομαι, παιδιά μου· ώρα καλή. — Καλό βράδυ. — Κύτταξε να μου φυλάξης το γρέκι! είπεν η Μπήλιω αστειευομένη. Ο Δημήτρης ήτο καθ' όλην την ημέραν ανήσυχος. Τον εβασάνιζεν η ιδέα ότι οι βλάχοι εις την κωμόπολιν ήτο αδύνατον να μη μάθουν τον αφόρισμόν του και άλλα ακόμη εξωγκωμένα.
Μονάχα ο νιός τραβήχτηκε μ' ένα τσιγάρο στο στόμα, και βγήκε προς την πόρτα κάπως ανήσυχος. Ο υπενωμοτάρχης ενώ ροφούσε το κρασί του είχε κολλήση τα μάτια του κατ' απάνω του φλογερά, και φαίνουνταν σαν κάτι να γύρευε να θυμηθή καλά, σαν κάτι να ξεκαθαρίση στο μυαλό του. Ο νιος βγαίνοντας έξω έρριξε μια ματιά προς τους στρατιώτες, τους χαιρέτησε κ' έκαμε να τραβήξη το δρόμο του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν