United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι δε φιλόστοργοι συγγενείς δεν ηθέλησαν να τα ρίψωσιν εις την οστεοθήκην του νεκροταφείου ίνα έρχωνται εδώ και ανάπτουν κηρία και καίουν θυμίαμα εις ανάπαυσιν των ψυχών προσφιλών των υπάρξεων.

Ο Καπετάνιος την άφησεν εις ανάπαυσιν διά κάμποσες ημέρες· μα καταλαμβάνοντας πως αυτή δεν έδειχνε καμμιάς λογής αγάπην εις αυτόν, έχασε την υπομονήν του και ηθέλησε μίαν ημέραν να τη βιάση στανικώς, να κλίνη αυτή εις την αγάπην του και εις την θέλησίν του.

Αλλ' οι απεσταλμένοι Του εκατοντάρχου εύρον άμα επιστρέψαντες ότι το ιατήριον ρήμα υπήρξε τελεσφόρον, και ότι ο πιστός δούλος είχε γίνη υγιής. Δεν είναι παράδοξον ότι, μετά ημέρας τόσον θαυμασίας ως αύται, αδύνατον υπήρξε διά τον Ιησούν να εύρη ανάπαυσιν.

Εις ετούτα τα λόγια αυτή επρόσταξε τους δύο Μώρους διά να μας υπάγουν εις τους χειρομύλους, με προσταγήν να μη μας δώσουν μίαν ώραν ανάπαυσιν, αλλά να δουλεύωμεν ακαταπαύστως, το οποίον και έγινεν.

Αλλά τότε τι θέλομεν να προφυλαχθώμεν με τείχος ολόγυρα εις την πόλιν, το οποίον πρώτον μεν διά την υγείαν διόλου δεν συμφέρει εις τας πόλεις, εκτός δε τούτου συνηθίζει κάπως να κάμνη μαλθακήν την διάθεσιν της ψυχής των κατοίκων της, διότι τους παρακινεί να καταφεύγουν εις αυτό και να μην αντικρούουν τους εχθρούς, ούτε να στηρίζουν την σωτηρίαν εις το να φρουρούν μερικοί διαρκώς εις αυτήν νύκτα και ημέραν, αλλά να φρονούν ότι είναι φραγμένοι με τείχη και με πύλας και ότι, και εάν κοιμούνται, θα έχουν τα μέσα της σωτηρίας, ως να επλάσθησαν όχι διά να κοπιάζουν, και ως να μη γνωρίζουν ότι η πραγματική ανάπαυσις δημιουργείται από τους κόπους; Αντιθέτως όμως πάλιν, νομίζω, από την επονείδιστον ανάπαυσιν και την οκνηρίαν δημιουργούνται οι κόποι.

Τίποτε δεν υπάρχει, που να μη το χαλούν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Υγείαν, καλό όνομα, χαράν, ανάπαυσιν. Και ως επί το πλείστον από βλακείαν, ανοησία και στενοκεφαλιά, και αν κανείς τους ακούση φέρνοντ' έτσι έχοντας τους καλυτέρους σκοπούς. Πολλές φορές μου έρχεται να τους παρακαλέσω γονατιστός να μη φρενιάζουν τόσον λυσσαλέα μέσα στα ίδια τους τα σπλάγχνα. 17 Φεβρουαρίου.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε, και τότε την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα 310 τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη. αλλ' άκουσ' ό,τι αλάθευτα προαισθάνεται η ψυχή μου· ούτ' ο Οδυσσέας θα 'λθη πλειά, προβόδισμ' ούτε θαύρης, ότι οδηγοίτο σπίτι μας τέτοιοι δεν είναι πλέον, ως ο Οδυσσέας ικανός, αν ποτ' εζούσ', εφάνη, 315 να δέχωνται, να προβοδούν τους σεβασμίους ξένους. τώρα τον ξένον νίψετε, θεράπαιναις, και κλίνην στρώσετε με λαμπρότατα παπλώματα και χλαίναις, γλυκείαν να 'χη ανάπαυσιν ως 'που να λάμψ' η 'μέρα, και αύριο θα τον λούσετε και χρίσετε άμα φέξη, 320 όπως με τον Τηλέμαχοτην τράπεζαν καθίση, 'ς το μέγαρο· δεν θα χαρούν με τούτ' όσοι μνηστήρες τούτον λυπούν θανάσιμα, και ουδέτο εξής θα κάμουν τίποτ' απ' όσα βούλονται, και αν τρομερά θυμώσουν. και πώς συ, ξένε, ως προς εμέ θα μάθης αν των άλλων 325 των γυναικών ανώτερητον νου, 'ς την γνώσιν, είμαι, αν άλουστος, κακένδυτος, 'ς τα μέγαρα καθίσηςτην τράπεζα; και των θνητών η ημέραις είν ολίγαις. άρ' όποιος δείχνετ' άπονος και άπονην γνώμην έχει, οι άνθρωποι όλοι, ενόσω ζη, κακά του καταριώνται, 330 και απεθαμένον φοβερά τον ονειδίζουν όλοι· αλλ' όποιος δείχνετ' άψεγος και άψεγην γνώμην έχει, την δόξαν του 'τα πέρατα της γης οι ξένοι απλόνουν, και μύρι' ανθρώπων στόματα καλόν τον ονομάζουν».

Αφού επί τινα ώραν επεριπάτησα, κατέφυγα προς ανάπαυσιν υπό την σκιάν υπερκειμένου του ρεύματος δένδρου. Ήτο ημέρα Κυριακή, ώρα περί την δευτέραν μετά μεσημβρίαν, και εκ τούτου απόλυτος επεκράτει περί εμέ σιωπή και ερημία.

Κ' ύστερ', αφ' ου συντρίψωμεν Τον έχθιστον ζυγόν, Αλλά όχι αβέβαια πλούτη Θέλει μας δώσει πάλιν Η Ελευθερία. Εδώ ηδονάς και ανάπαυσιν, Ω φίλοι, ας παραιτήσωμεν Ξηρή Πέτρα το στρώμα, Φαρμάκι το ψωμί Της δουλείας είνε. Εδώ, 'σάν αναθήματα, Εις τον βωμόν πλησίον, Τους συγγενείς, τα τέκνα μας Αγαπητά, τους γέροντας Τώρα ας αφήσωμεν.

Με την θυσία της αυτή δεν άφησε κ' εμένα χωρίς παιδί ναπόμενα τώρα στη γηρατειά μου. Παράδειγμα έγινεν αυτή σε όλες της γυναίκες μ' αυτό οπού ετόλμησε προς χάριν σου να κάμη. οπού, συ που έσωσες αυτόν κι' όλους εμάς μαζί του, χαίρε, και είθε κάτω εκεί στου Άδου τα παλάτια ωραίαν να βρης ανάπαυσιν. Αλήθεια ή τέτοιον γάμο πρέπει κανείς να εύχεται, ή ανύπαντρος να μένη.