Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Ερρίχτηκα δίπλα στον τάφο! κατάπληκτος, ταραγμένος, στενοχωρημένος, με καταξεσχισμένη καρδιά, αλλά δεν ήξερα τι μου συνέβηκε τι θα μου συμβή. — Θάνατος! τάφος! δεν καταλαβαίνω αυτές τις λέξεις! Ω, συγχώρησέ με! συγχώρησέ με! Χθες θα ήτο η τελευταία στιγμή της ζωής μου! Ω άγγελε!

Νάνε η ανία της πόλης που έκαμε τη φωνή του μελωδία ; Νάνε αυτή που τη χρυσόδεσεν απάνω στην ώρα ; Νάνε η λύπη μου που την προσφέρει στον εσπερινό ; Ας ήξερα ποιος οδηγεί τη φωνή του πραματευτή να τελειώνη σε ψαλμόποιος της έδωκε τη βυζαντινή καμπύλη. . . Νάνε η ζωήνάνε ο καιρόςνάνε η ψυχή μου που αρμόζει της φωνές των γυρολόγων απάνω στης ώρες και στα τοπεία ;

Και ορίστε η κόρη της. Ένα τσιμπλιάρικο, κατάχλωμο πράμμα, που ανοίγει σαν πηγάδι το στόμα του και κοιτάζει κι αυτό. Τι σαρμάντ μαμζέλ! Ήθελα, μα την αλήθεια να ήξερα αυτή τη στιγμή τι είδος λειτουργία θα κάνη η μηχανή του μυαλού αυτού του παχύδερμου κοριτσιού. Και με τι χάρη θα βγάζη απ' το στοματάκι του, τις κουβέντες του. Χα.. .χα...χα! Αλλά σε καλό μου μ' αυτά τα γέλοια.

Έπειτ' από το τραπέζι να δώσουμε τον καφέ στο γραφείο σου· έτσι θα ιδούν όχι μόνο τη Δόξα μα και τάλλα ταρχαία· έτσι είνε φυσικώτερο· έ, δεν είνε ; — Βέβαια· παραδέχτηκε ο Αριστόδημος ημερώνοντας· μα θα γίνη· δε θα με γελάσης. — Να σε γελάσω! τι λες; Να ιδής που κ' εγώ έλεγα κάτι τέτοιο να τους κάνουμε, μα δεν ήξερα πώς. Καλά που το σκέφτηκες.

Έμενε κρεμασμένος στη μητέρα του και μου φώναζε από μακριά, θριαμβευτικά γιατί βγήκε αληθινή η προαίστηση του και με κάποια δόση δυσαρέσκειας γιατί έδειξα δυσπιστία στην προαίστηση: — Βλέπεις που ήρθε! Βλέπεις που το ήξερα! — Είσουνα μέσα και κοίταξες, είπα.

Όταν είμουνα στην ακμή της ευτυχίας μου και ζούσα για σε και για τα παιδιά και για καθετίς που είταν ωραίο, και τότε το ήξερα πάντα πως θαρθή μια μέρα, που έπρεπε να τα χωριστώ όλα και πως τίποτε δε θα μπορούσε να μ' εμποδίση σ' αυτό. Ήξερα πως θα το ήθελα και δε θα το ήθελα, θα το πιθυμούσα και δε θα το πιθυμούσα κι όμως θα πήγαινα στο σκότος, όπου ανήκω.

Δε θα το έκανα, αν δεν ήξερα, πως αν ίσως το κοντύλι σας έχει λόγους και μπορεί και αρκετά βάσιμους, για να του φτάνη η συνηθισμένη και απλούστερη κ' ελεύτερη καθαρεύουσα, μολαταύτα πολύ καλά νοιώθει και τιμά με το παραπάνου τις προσπάθειες κάθε άξιου δημοτικιστή• και ποτέ δεν πρέπει να λησμονηθή πόσο εύγλωττα και γνωστικά και γενναία στις ντροπές των Ορεστειακών υψώθηκε η φωνή σας.

Ήρθες κ' έπιασες το χέρι μου και κάθησες κοντά μου και δεν αιστάνθηκα πως είμαι ευτυχισμένη όπως άλλοτε. Γιατί ήξερα πως καθημερινά στοχαζόμουνα πως μπορούσα να πεθάνω και να χωριστώ από σένα. Ήθελα να το κάμω μόνη μου, Γιώργο.

Η γυναίκα μου δεν είχε δει ποτέ τα δυτικά ακρογιάλια κ' ήξερα πως είχε ένα είδος αντιπάθεια για όλο το ταξίδι κ' είπε το ναι μονάχα γιατί ένοιωσε πως η παραμικρότερη αντίσταση θα με λυπούσε. Το γνώριζα αυτό, γιατί μια μέρα είπε: «Δεν μπορώ να φανταστώ ένα καλοκαίρι, που δε βλέπει κανείς δέντρα».

Τότε ο Έφις φάνηκε να ηρεμεί. «Αλήθεια είναι», είπε χαμηλόφωνα. «Εγώ σκότωσα τον παππού σου, ναι. Χίλιες φορές θα το είχα φωνάξει στο δρόμο, στην εκκλησία, δεν το έκανα όμως, για χάρη τους. Εάν έλειπα εγώ, ποιος θα τις φρόντιζε; Η κακιά ώρα όμως το’ φερε, Τζατσί! Σου τ’ ορκίζομαι. Ήξερα ότι η μάνα σου ήθελε να το σκάσει και εγώ την συμπονούσα, γιατί την αγαπούσα. Αυτό ήταν το πρώτο μου έγκλημα.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν