Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Έπειτα αρρώστησα κιόλας και…. δεν ήξερα…. Για να σας πω την αλήθεια το αποφάσισα προχθές∙ ήταν και ένας φίλος που έφευγε… Χθες, λοιπόν, μιας και η θάλασσα ήταν ήρεμη, αναχώρησα….» Ενώ σκουπιζόταν κατευθυνόταν προς την κουζίνα. Η Νοέμι τον ακολουθούσε. «Η Έστερ του έγραψε! Κι αυτός αναχώρησε, έτσι, σα να πάει σε γιορτή!»
Με σκυμμένο το κεφάλι, με τα μάτια κλειστά, χλωμός, ανοιγόκλεινε τις γροθιές τρομαγμένος και δεν κατάφερνε να απαντήσει. «Κι εσείς πιστεύατε ότι εγώ το ήξερα; Πώς και γιατί;», διερωτόταν. «Ναι», είπε η Νοέμι σκληρά. «Πιστεύαμε ότι το ήξερες, και όχι μόνο, αλλά ακόμη ότι εγγυήθηκες γι’ αυτόν στη φίλη σου Καλίνα….» «Φίλη μου;», φώναξε με ορθάνοιχτα τα μάτια από τον φόβο. Και θόλωσε το μυαλό του.
Αχ, ήξερα πως με αγαπούσες, το ήξερα από αυτό το πρώτ' αντίκρυσμα του γλυκού σου βλέμματος, από την πρώτη πίεση του χεριού σου· αλλ' όμως όταν πάλι ήμουν μακριά σου, όταν έβλεπα τον Αλβέρτο στο πλευρό σου, έπεφτα πάλι στη θλίψη και στον πυρετό της αμφιβολίας.
Καλός άνθρωπος μαθές, κακό ανθρώπου ποτέ δεν έβαλα με το νου μου. Μοναχός σου τώπες· Όμως δεν το ξέρω κι' αν ήμουνα καλός. Πολλοί με βλάψανε, πολλοί μ' αδικήσανε. Είχα μεγάλο στομάχι και τα κατάπινα. Κ' εγώ δεν ξέρω αν τώκανα από καλωσύνη. Μα τι το θέλεις; Τον ήξερα τον κόσμο.
Εγώ τα έχασα κυριολεκτικώς, μη γνωρίζοντας τι να απαντήσω εις αυτήν την ερώτησιν και είπα μέσα μου πως καλά να την πάθω που δεν ήξερα κάλλια να βουβαθώ· οπωσδήποτε του απήντησα, πως είναι διαφορετικά από αυτό το ίδιον το ωραίον· ευρίσκεται όμως εις το καθένα από αυτά μια κάποια ωραιότης. — Εάν λοιπόν τύχη και σου ευρεθή και σένα ένα βώδι, θα πη πως είσαι βώδι, και τώρα που έτυχε να ευρίσκωμαι κ' εγώ μαζί σου, θα πη πως είσαι Διονυσόδωρος; — Δάγκασε τη γλώσσα σου και μη βλαστημάς, του είπα εγώ. — Αλλά πώς ημπορεί, όταν ένα πράγμα που είναι διαφορετικόν από άλλο προστεθή εις αυτό, να γίνεται αυτό το διαφορετικόν άλλο απ' ό,τι είναι;
O Ρούντυ με επάτησε δυνατά εις την ουράν! Ο Ρούντυ είναι πολύ αδέξιος· εμιαούριζα, αλλά ούτε αυτός ούτε η Μπαμπέττα είχαν αυτιά διά να ακούσουν. Άνοιξαν την πόρτα, εισήλθον και οι δυο, εγώ εμπρός· επήδησα μόλα ταύτα επάνω 'ς τη ράχη μιας καρέκλας, γιατί πώς να ήξερα, πώς τάχα θα επαρουσιάζετο ο Ρούντυ.
— Μα πως ήρθες εδώ, Σβεν; είπε η μαμά μέσα σ' όλη τη χαρά της. Η μαμά είτανε να γυρίση αργά τη νύχτα. — Το ήξερα πως θαρθής, είπε ο Σβεν. Η φωνή του και τα μάτια του είτανε γεμάτα ξάφνισμα, πώς η μαμά δεν μπορούσε να φανταστή ένα πράμα τόσο απλό. — Ήξερα πως θαρθής και γι' αυτό κάθησα εδώ και περίμενα.
Να δίνης τα γράμματα σου και να σωπαίνης. — Σα με βρίσανε, παπά μου, και με σκοτώσανε, δεν ήξερα κ' εγώ τι έλεγα. Ο διάβολος μ' έσπρωξε. Τι να πω κ' εγώ; — Τι φταίει κι' ο κακομοίρης ο Μαθιός; είπε ο Παντελής ο καφετζής, ο μπατζανάκης του. Είνε πράμματα να κρυφτούν αυτά; Αν δεν ήταν σήμερα, θα ήταν αύριο. — Ο Πειρασμός την έσπρωξε να χάση την ψυχή της! Ξαναείπε ο Μαθιός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν