United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ξένος, πώς να μη χολιάη, που είναι μακριά από κείνη, Που στην καρδιά του κίνησι και ζωντανάδα δίνει· Ο ξένος δε στολίζεται, μηδέ λαμπροφοράει, Τι είναι σε λύπη χωρισμού· τ' αχείλι δε γελάει· Ο ξένος έρημο πουλί χωρίς φωλιά και ταίρι, Από το δέντρο στο κλαρί της νύχταις παραδαίρει· Ο ξένος Γκιόνης γένεται και σ' ερημιαίς φωλιάζει· Το οχ, το αχ λυπητερά νυχτοήμερα φωνάζει.

Κανένας απ' όλους μ' όσους μίλησα όταν αιστανόμουνα τον εαυτό μου τόσο έρημο και δυστυχισμένο και πίστευα πως θα συντριφτούν όλα μέσα μου. Εκεί που λέει αυτά ανατριχιάζει και βάζει τα χέρι της στο μέτωπο. — Τώρα πέρασαν αυτά, λέει. Κι όλα είναι τόσο ήσυχα και καθαρά. Μα τώρα πρέπει να μάθης και κάτι άλλο ακόμα.

Πουλάκι ξένο, Ξενιτεμένο. Κυνηγημένο, Πού να σταθώ, Πού να καθήσω, Να ξενυχτήσω, Να μη χαθώ; Βραδιάζει η μέρα, Σκοτάδι παίρει, Και δίχως ταίρι, Πώς να βρεθώ; Πώς να φωλιάσω, Σε ξένο δάσο. Ν' αποσυρθώ; Η ημέρα φεύγει, Η νύχτα βιάζει. Να, ησυχάζει Κάθε πουλί. Κι' εγώ στενάζω, Το ταίρι κράζω, Ξένο πουλί. Κυττάζω τ' άλλα Πουλιά ζευγάρι· Αυτήν τη χάρι Δεν έχω πλια. Έρημο τρέχω Τόπο δεν έχω, Μηδέ φωλιά.

Εις ένα και το αυτό ταξείδι, η Κλάριβελ εύρηκε άνδρα εις το Τούνεζι, ο Φερδινάνδος, ο αδελφός της, μία σύντροφο εκεί, που ο ίδιος ήταν χαμένος, ο Πρόσπερος τη δουκαρχία του σ' ένα έρημο νησί, και καθένας από μας ηύρε τον εαυτό του ενώ είχε βγη από τον εαυτό του. Δόστε μου τα χέρια σας· ο καϋμός και η θλίψη να σφίξουν πάντα την καρδιά, που δεν θέλει τη χαρά σας. ΓΟΝΖ. Γένοιτο.! Αμήν!

Μία ζωή, μονάχα η δική τους, και αν χαθή, ο πόνος της πάντα πιο λίγος είναι. Αλλά να βλέπη άρρωστα κανένας τα παιδιά του και το κρεββάτι του έρημο το νυφικό, είναι λύπη αβάσταχτη, ενώ χωρίς παιδιά μπορεί να μείνη, κ' ενώ μπορούσε άγαμος να ζήση τη ζωή του. ΧΟΡΟΣ Μια συμφορά αβάσταχτη αλήθεια μας ευρήκε. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλοίμονο!.... ΧΟΡΟΣ Τους στεναγμούς σου παύσε. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλοίμονό μου.

Μικρός, σε ό τι πασχίσω ή κυνηγήσω, άγριο ποτάμι μέσα μου περνά κι αν κάτι πιάσω, μου το αρπάζει πίσω και μου αφίνει χαλάσματα κι ερμιά. Και μ' άσβηστο τον πόθο πάντα μένω, συντρίμι κι εγώ σ' έρημο γιαλό. Να μπορούσα μονάχα να σωπαίνω και βαθιά μου τον πόνο να σφαλώ! Και σαν εσέ, περήφανο, μεγάλο δέντρο, σε μια γαλήνη αρμονική, ανέγγιχτη από κάθε πόθον άλλο τη χαρά να λιμπίζεται η ψυχή.

Ο Έφις, που είχε ακουμπήσει το κεφάλι στην κολόνα του άμβωνα, τινάχτηκε από τ’ όνειρό του και ακολούθησε την ντόνα Έστερ που έβγαινε από την εκκλησία για να γυρίσει σπίτι. Ο ήλιος από ψηλά χτυπούσε τώρα αλύπητα το χωριουδάκι που ήταν περισσότερο από κάθε άλλη φορά έρημο μέσα στο εκτυφλωτικό φως του ζεστού ήδη πρωινού.

Πώς να τολμήσω τώρα πια να μπω σ' αυτό το σπίτι; ποιός τώρα θα με υποδεχθή και θα με χαιρετίση με λόγια γλυκομίλητα; Που να στραφώ; Ερημία είναι παντού, μέσα στο σπίτι τώρα και θα με διώχνει, έρημο το νυφικό κρεββάτι, έρημο και το κάθισμα που εκάθητο εκείνη.