Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Η χαρά του όμως έσβησε αμέσως, ξαφνικά, όπως είχε ανάψει και ξαναβρέθηκε στην έρημό του, στη θάλασσά του, στο μυστηριώδες και τρομερό ταξίδι του προς τη θεία τιμωρία.
Τον έθαψεν εκεί στο έρημο νησί, δίπλα σε χιλιάδες άλλους άτυχους σαν αυτόν και πανέρμους και στον ξύλινο σταυρό του έγραψε μ' ένα κάρβουνο: «Αδερφοσκοτωμένος σφουγγαράς 1876!». Από τότε δεν εβούτηξε πλέον στη θάλασσα, δεν επάτησε μηχανή. Εκεί εκάθησε στο άκαρπο νησί, διώχτης των γλάρων και φύλακας των νεκρών. Τέλος με το πρώτο ντεπόζιτο που ήρθε να πάρη τρόφιμα ήρθε κ' εκείνος.
Ως και Σύνοδο σύστησε και ακύρωσε την ψεύτικη απόφαση της προτητερινής. Και τόσο τους πείραξε πάλε τους αδιόρθωτους εχτρούς του, που κατάπεισαν τον Αρκάδιο κ' έστειλε τον Ιεράρχη σ' άλλη χερώτερη εξορία περίγυρα στης Πιτυούντας την έρημο.
Ο ήλιος τόχει βασίλειό του, κι ο μπάτης φωλιά του. Το χαίρουνται αναμεταξύ τους. Δε γίνεται όμως να μην το χαίρεται κι άλλος αυτή την ώρα. Ας περάσουμε από το έρημο το χαγιάτι· ας τη σκουντήξουμε αυτή την πόρτα την καμαροσκέπαστη, την πλουμισμένη, την τορνευτή. Έλα, σκύψε μέσα, και να τις δης! Δε σου τόλεγα; Κοιμούνται όλες τους ύπνο βαθύ.
Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου, που πάλεψε και νικήθηκε, χωρίς όμως να ντρέπεται γιατί νικήθηκε. Από τότε ταξίδεψα πολύ κ' είδα πολλούς ανθρώπους. Όλα όμως μου είτανε ξένα κι όλα νεκρά, όσο που γράφηκε το βιβλίο αυτό. Γράφηκε σε φωτεινές καλοκαιρινές μέρες εκεί όπου τελειώνουν τα βραχόνησα κι αρχίζει η ανοιχτή θάλασσα. Και γράφηκε από έναν έρημο άνθρωπο, που δεν είναι πια έρημος.
ΧΟΡΟΣ Τον είδα, έχει γεννηθή• είν' ένα παλληκάρι ο νηός, όπου του έδωκε για γυιό του ο Λοξίας. ΧΟΡΟΣ Την ώρα που άνδρας σου απ' το ναό θα βγαίνη, αυτός, που πρώτον ήθελε μπροστά του απαντήση, θα είν' ο γυιός που ο θεός Λοξίας τούχει δώση. ΚΡΕΟΥΣΑ Αλλοίμονο μου! άτεκνη, άτεκνη εγώ θα μείνω, κι' ωρφανεμένο κ' έρημο θα κατοικήσω σπίτι 'ς όλη μου τη ζωή.
Ο Φάλκος διά πρώτην φοράν εύρισκε την ευκαιρίαν αυτήν, να διανυκτερεύση εις το Έρημο Χωριό, χωρίς να είναι πολύς κόσμος, η παρουσία του οποίου θα ήτον ικανή να διώξη τα στοιχειά. Είχε μεγάλην περιέργειαν μεμιγμένην με μεγαλείτερον φόβον, να έβλεπε στοιχειά.
Όλοι κάτω από την κουβέρτα θα γυρίσουμε», είπε η γριά, και η Νατόλια έφυγε μ’ ένα βάρος στην καρδιά. Πράγμα παράξενο∙ ξαναπερνώντας εμπρός από το σπίτι των Πιντόρ είδε τον Έφις να ανηφορίζει στον έρημο δρόμο. Προχωρούσε σκυφτός κάτω από το βάρος του δισακιού, τόσο σκυφτός που έμοιαζε να ψάχνει κάτι καταγής. «Η γριά θα πεθάνει και γι’ αυτό βλέπει κιόλας», σκέφτηκε η Νατόλια.
Δεν είχε ούτε δένδρα, ούτε σκιές, ούτε διαβάτες. Ψυχή δεν περνούσε απάνω στο έρημο δρομαλάκι, το χώμα του ήτανε ξερό και το χρώμα μονότονο κάτω απ' το φως. Ένα γαϊδουράκι μονάχα νεογέννητο, ξαφνισμένο απ' την πρωτόφαντη ομορφιά του κόσμου, ξέφυγε μια στιγμή απ' τη μάννα του, που έβοσκε δίπλα στο γρασίδι, κ' έφθασε με τρελλά πηδήματα ως εκεί.
— Ξύγκι; — Το καψόξυγκο είνε, που μας ζωντανεύει. Μ' αυτό στο ψωμί, μ' αυτό στο λύχνο, μ' αυτό τηγανίζουμε κάν' αυγό. Ξύγκι που πάει γόνα, κι αυτό λιγοστό, πού να βρεθή το έρημο! — Και κατεβαίνετε το χειμώνα κάτου; — Όπως ντέση. Τους τρεις μήνες ροβολάμε μια βολά. Σε στρυμόνει το χιόνι, παιδί μου. Κρύο, λες; πεθαμός! Και βδομάδα κάνουμε ν' ανοίξουμε πόρτα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν