United States or Kuwait ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επατούσαν τώρα αυτούς τους βράχους του βουνού και εβάδιζαν άλλοτε επάνω εις φαλακράς πέτρας και άλλοτε μέσα εις τα έλατα και πάλιν έξω από αυτά εις τους χλοερούς λειμώνας, πάντοτε διά νέων τοπείων διαρκώς εναλλασσομένων. Γύρω των υψούντο τα χιονώδη όρη, των οποίων τα ονόματα Γιουνγκφράου, Μενχ, Άιγκερ ήσαν γνωστά 'στο κάθε παιδί και δη και εις τον Ρούντυ.

Εφρόντιζε να τρων καλά οι καλόγεροι, τους καλομιλούσε κ' εδεχότανε με τρόπο ευγενικό τον απ' έξω κόσμο. Η μάννα του τον βοηθούσε στην εσωτερική διοίκησι και όλα πήγαιναν καλά. Αυτά στας αρχάς, τον πρώτο καιρό· μετά ένα όμως χρόνο τα πράμματ' άλλαξαν.

Τέλος πάντων έφερε τους όνους έξω της οδού και διευθέτησε το φόρτωμα συνομιλών συγχρόνως με τους φύλακας· είς μάλιστα εξ αυτών τον επείραξε και προσεπάθησε να τον κάμη να γελάση· ο δε ονηλάτης προς αμοιβήν τοις εχάρισεν ένα ασκόν. Αυτοί δε, ως ήσαν, εκάθισαν εκεί και απεφάσισαν να πίωσι λέγοντες και εις εκείνον να μείνη μετ' αυτών και να συμπίη.

Όταν ο ήλιος εκρύβη εις την κορυφήν του βραχώδους βουνού, κ' εσκίασεν η κοιλάς, και ήτο δειλινόν πλέον, εστενοχωρήθη και προέκυψε την κεφαλήν έξω της κρύπτης. Εκύτταξεν άνω και κάτω, εις την κοιλάδα την κατάφυτον από ελαιώνας, αλλά ψυχή δεν εφαίνετο.

Μια στιγμή μόνο έμεινα διστακτικός, γιατί φοβήθηκα μη μαποπάρη η θεια το Δεσποινιό, όπως ήτο θυμωμένη με τη μάνα μου. Εκεί που δίσταζα, άκουσα βήχα και κατάλαβα πως η άρρωστη ήτον στην αυλή. Πραγματικώς όταν πλησίασα, διάκρινα στα σκοτεινά κάποιο που καθόταν κάτω από την πορτοκαλιά. Ήτον πολύ ζεστή η βραδιά κιη άρρωστη είχε βγη και καθίσει έξω.

Στην Πόλη αποφάσισε να τον βγάλη και γι' αυτό εναυτολόγησε εμένα. Ο Ανέστης όμως ήξευρε πως είχε φαμελιά επάνω του και ηθέλησε να τον σώση. Είπε στον καπετάνιο πως ηύρε δουλειά έξω και θ' άφινε το καράβι. Τον επαρακάλεσε στη θέσι του να κρατήση τον Κεφαλλωνίτη. Εκείνος εκατάλαβε τη θυσία, αγαπούσε και το παιδί γιατ' ήταν σωστός δουλευτής· εμετανόησε. Εκράτησε τους δυο, εκράτησε κ' εμένα.

Ήλθεν η παραμονή και δεν εφάνη. Η μεγάλη σκούνα δεν επρόβαλεν ανάμεσ' απ' τα δυο νησιά να εισέλθη εις τον λιμένα. Τι έγεινε; Μήπως εφουρτουνιάσθη ο καπετάν Στέφος κ' επόδισε πουθενά; Θα ήτο απίστευτον. Όλοι ανησύχησαν μόνον η Σινιώρα, η καπετάνισσα, δεν εξέφρασε καμμίαν ανησυχίαν. Είχε νυκτώσει. Έβαλε τα παιδιά της να κοιμηθούν. Κοντά τα μεσάνυχτα άνοιξε το παράθυρον. Τρικυμία εμαίνετο έξω.

Άμα δε έμαθον οι Θηβαίοι τα γενόμενα, εσκέφθησαν να στήσουν ενέδραν κατά των έξω της πόλεως Πλαταιέων, διότι υπήρχον εις τους αγρούς πολλοί άνθρωποι με τα πράγματα των, μη προβλέποντες ότι ήθελέ ποτε συμβή το απροσδόκητον εκείνο κακόν εν καιρώ ειρήνης.

Και μέσα εκεί σαν σε λεβέτι αγάνωτο έβραζε και το ανακάτωνε για χρόνια ως που το έρριχνεν έξω φαρμάκι και χολή. Ο Ανέστης όμως δεν έδινε προσοχή σ' αυτόν τον χαραχτήρα του συντρόφου του. Όταν ήθελε να γελάσηκαι το ήθελε τόσο συχνά ο αγιοχώματος! — έλεγε τον λόγο του, αδιάφορο και αν επλήγωνε κανένα. Είχε να ειπή για τους Κεφαλλωνίτες όπως και για κάθε τόπο της Ελλάδας.

Τι ωραίος καιρός! Ποσάκις τας ψυχράς του Δεκεμβρίου εσπέρας, ενώ έδερεν έξω η βροχή τα φύλλα των παραθύρων, ή εστροβίλιζεν ο βορράς τον ανεμοδείκτην της καπνοδόχης, εκάθισα, — ως εκάθισες βεβαίως και συαπέναντι των σπινθηρακιζόντων δαυλών της εστίας, πορφυρών τας παρειάς μου εις τας φλόγας της, και στηρίζων την κεφαλήν μου εις τα γόνατα της γραίας μου μάμμης, και την παρεκάλεσα, θωπεύων το κατ αρχάς και κλαυθμηρίζων μετά ταύτα, να ανοίξη τα μαραμμένα πλέον και επιχνοώντα ήδη αλλά φιλόμουσα πάντοτε χείλη της, και μας διηγηθή κανέν παραμύθι!