United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΑΚΒΕΘ Ποιος δύνατ' έξω εαυτού και φρόνιμος να ήναι, ήμερος κι' άγριος, — ψυχρός και αφωσιωμένος, όλατον ίδιον καιρόν; Κανείς! 'ς την έξαψίν μου ο χαλινός του λογικού δεν μ' εκρατούσε πλέον.

Απεπειράθημεν άλλοτε να τον συναθροίζωμεν από τας οδούς και να τον ρίπτωμεν έξω της πόλεως· αλλ' αφού είδαμεν ότι ο αδάμαστος ημών εχθρός επανήρχετο και πάλιν οργίλος επί πτερύγων ανέμων, εδώκαμεν τόπον τη οργή, και παρητήθημεν της ανίσου και ανωφελούς πάλης, σκεφθέντες φρονιμώτατα ως ο ευφυής εκείνος υπηρέτης, όστις δεν εκαθάριζε τα λασπωμένα υποδήματα του κυρίου του, διότι εσυλλογίζετο, ότι έμελλον και πάλιν μετ' ολίγον να λασπωθούν.

Καθώς επομένως σεις οι ίδιοι εκρίνατε καλόν να πράξητε διά τους νόμους, πριν να μας απειλήσητε σκληρώς, ζητούμεν πρώτον να προσπαθήσετε να μας διαφωτίσετε ότι υπάρχουν θεοί, με πειστικάς αποδείξεις, και ότι είναι καλλίτεροι παρά τοιούτοι, ώστε να παρασύρωνται έξω από το δίκαιον τερπόμενοι από τα δώρα.

Διά τούτο ίνα μη εγείρωνται παράπονα προτιμήσεως και ίνα μετέχουν όλοι και οι πλέον απομεμακρυσμένοι της ιεράς τελετής, τελούσιν αυτήν έξω, εις το ύπαιθρον, υπό τον διάστερον ουρανόν και τον ευρύν ορίζοντα. Ήδη είχε πλησιάσει η ώρα. Ο αυγερινός φεγγοβολών ανήρχετο εις τα ύψη ωσεί μέγας μυσταγωγός του χριστιανισμού, φέρων εις τους ανθρώπους το Φως το αληθινόν.

Οι διαβάται εσταμάτων το βήμα εκεί, θεωρούντες επί στιγμήν της πενιχράς εκείνης οικίας το λαμπρόν φωτοβόλημα και μετά τινος μυστικού φθόνου ακούοντες την εν αυτώ χαράν, ήτις και του φωτός πλέον εκλάμπουσα ανεπήδα άφροντις και αθώα· και μη χωρούσα εν τω ταπεινώ εκείνω διαμονητηρίω, επέτα έξω εις την οδόν ως άσμα, ως γέλως, ως φλύαρος ελαφρός διάλογος.

ΧΟΡΟΣ Κόρη της Δήμητρας! που σε λατρεύουνε σε κάθε οδό, και βασιλεύεις κάτω στης νύχτας και στης μέρας τα φαντάσματα, — ώ Περσεφόνη! οδήγησε γεμάτο το κακοθάνατο ποτήρι τώρα, που στέλν' η πολυσέβαστη κυρά, με της σταλαματιές, που απ' τον κομμένο λαιμό χύθηκαν έξω μια φορά της γήινης Γοργόνας, εις εκείνον που μπαίνει μέσ' στο σπίτι μας,— κανείς στην πόλι να μη βασιλέψη ξένος, παρά οι Ερεχθείδαι οι ευγενείς.

Αν είναι στ' αλήθεια πολιτικός, ν' αρπάξη ίσια από το Ταμείο. Αν όχι, από ταυλάκια που τρέχουνε στο Ταμείο· μα τελωνεία είναι, φόροι είναι, ό,τι τύχη να είναι. Άκου τον αβοκάτο, με τι πίκρα μοιρολογάει την πατρίδα του, τώρα που την κυβερνάει η σκληρόκαρδη η παρέα που τον έχει αφημένο απ' έξω. Και τι τερτίπια σοφίζεται να την αναποδογυρίση αυτήν την παρέα.

Κυρά μου, εφώναξεν, εσύ μου εσήκωσες τον λογισμόν μου, εγώ δεν ημπορώ να υποφέρω τες σαϊτιές που μου δίνεις· δος μου άδειαν να ημπορέσω να σου φιλήσω το χέρι, και να βάλλω το κεφάλι μου υποκάτω εις τους πόδας σου. Έτσι λέγοντας ετούτος ο ταλαίπωρος αγαπητικός, έπεσε κατά γης, ωσάν ένας που είνε έξω του εαυτού του, και παίρνοντας το χέρι της κυράς το εφίλησε με πολλήν τρυφερότητα.

Έως ότου δε η Κρατήρα κομίση τούτο από το κατώγειον, συγκοινωνούν μετά της οικίας διά κλαβανής, αφανούς του πατώματος θύρας, ηκούσθη άλλη φωνή έξω. — Ακόμα, Μπάρμπα-Σταύρο! Πάνε η εληαίς, όλαις σπάσανε! — Ωχ! ωχ! απήντησε πάλιν ο φιλάργυρος γέρων, ως να επόνεσεν η καρδιά του πάλιν.

Έξω από το λιμάνι στην ανοιχτή θάλασσα, ολόασπρη και φωτεινή πέρα, κάτω από της ακτίνες του ήλιου, ώρμησε το καράβι. Στο Κάρχαιξ, ο Τριστάνος λυώνει από το κακό του. Περιμένει με πόθο τον ερχομό της Ιζόλδης. Τίποτε δε τον παρηγορεί πεια, κι' αν ζη ακόμη, είναι γιατί περιμένει. Κάθε μέρα έστελνε στην παραλία να κυττάξουν μήπως έρχεται το καράβι, και τι χρώμα έχει το πανί του.